Μάνος Λοΐζος

Έβγαλε το όνομά της λόγω του φόβου των αντιδράσεων: Ποια ήταν η Λίζυ για την οποία έγραψε ο Μάνος Λοΐζος το εμβληματικό, «Σ’ ακολουθώ»

Η έμπνευση ήρθε ενώ ταξίδευαν προς ένα κυκλαδίτικο νησί

Στις 4 Φεβρουαρίου 2024 «έφυγε» από τη ζωή η Ελένη Λασσιθιωτάκη, επί σειρά ετών διδάκτορας στον Τομέα Φιλοσοφίας του Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής & Ψυχολογίας.

Η Λίζυ, όπως την αποκαλούσαν οι πιο στενοί της άνθρωποι, γεννήθηκε και έζησε έως τα 12 της χρόνια στο Ηράκλειο Κρήτης, προτού βγάλει το Γυμνάσιο στα Χανιά.

Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία & Φιλοσοφία στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα και στο Παρίσι.

Βρισκόταν στη βόρεια Ελλάδα έως το 1967, όταν ο πολιτικός μηχανικός και συγγραφέας πατέρας της απομακρύνθηκε από την υπηρεσία του εξαιτίας του δικτατορικού καθεστώτος.

Η οικογένειά της μεταφέρθηκε στην Αθήνα και εκείνη μετεγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απ’ όπου πήρε το πτυχίο της το 1972, ενώ το ίδιο έτος έφυγε για το Παρίσι.

Επί γαλλικού εδάφους, συγκεκριμένα στη Σορβόνη, παρακολούθησε για δύο χρόνια το τμήμα της «Στρατευμένης Λογοτεχνίας του Εικοστού Αιώνα».

Η διδακτορική της διατριβή είχε ως θέμα τη φιλοσοφία του Ζαν Πολ Σαρτρ, του οποίου υπήρξε μαθήτρια και εν συνεχεία βοηθός του.

Εκείνος την έστρεψε προς την επιστήμη του «όντως όντος» και η Λίζυ κάθε άλλο παρά μετάνιωσε για την επιλογή της, αφού τον Ιούνιο του 1978 έλαβε το δίπλωμά της και αργότερα δίδαξε με τη σειρά της.

Ζαν Πολ Σαρτρ - Λίζυ Λασσιθιωτάκη

Βέβαια, η γνωριμία της με τον Σαρτρ δεν έγινε στο Παρίσι, αλλά στην Κρήτη. Ο κυριότερος εκπρόσωπος του φιλοσοφικού υπαρξισμού και φαινομενολογίας είχε εμφανιστεί σε ξενοδοχείο του νησιού. Η μαθήτρια ακόμη του Γυμνασίου έκανε ό,τι μπορούσε για να δώσει το «παρών» και τα κατάφερε. Η συνομιλία τους εξελίχθηκε σε τέτοιο βαθμό που ο εντυπωσιασμένος Γάλλος τής έγραψε τη διεύθυνσή του και την προέτρεψε να τον επισκεφθεί.

Έξι χρόνια αργότερα, η φοιτήτρια άφησε πίσω της τη χουντική Ελλάδα και όλα όσα της καταρράκωναν την ψυχολογία, βρήκε το χαρτάκι και άρχισε ένα μεγάλο πνευματικό ταξίδι.

Ο Μάης του 1968 με τις ιδέες του, ήρθε και φώλιασε μια για πάντα στο «είναι» της. Ο Γάλλος φιλόσοφος είχε δικαιωθεί για την εξέλιξη της ανήλικης μαθήτριας. Κι όταν πια αυξήθηκαν τα προβλήματα με την όρασή του, της πρότεινε να γίνει η άμεση συνεργάτιδά του. Δέχθηκε. Πέρασε συνολικά μια πενταετία στο πλευρό του και αργότερα εξέδωσε το βιβλίο «Με τον Σαρτρ», περιγράφοντας όλα όσα έζησε μαζί του.

Η Λίζυ ακολούθησε την προτροπή του. Κι εκείνη όμως είδε έναν κορυφαίο εκπρόσωπο του ελληνικού πολιτισμού να την ακολουθεί. Κυριολεκτικά και νοερά.

Η καλλιέργεια, ο αντισυμβατικός τρόπος σκέψης, το διεισδυτικό βλέμμα και τα ανοιχτόχρωμα μάτια της, γοήτευσαν τον Μάνο Λοΐζο. Η γνωριμία τους έγινε στο Παρίσι. Δεν έμεινε ούτε αυτή ασυγκίνητη από την έλλειψη επιτήδευσης, την αυθεντικότητα και τη θέρμη του.

Η επικοινωνία τους ήταν, κατά βάση, βαθιά πνευματική και συναισθηματική. Ακόμη κι όταν χάνονταν για σεβαστά χρονικά διαστήματα, η επανασύνδεση δεν εμπεριείχε αμηχανία. Είχαν τρομερή χημεία μεταξύ τους.

Ο Λοΐζος και η Λίζυ (παρεμπιπτόντως το επίθετό του και το όνομά της έμοιαζαν ηχητικά) συνήθιζαν να δίνουν ραντεβού στη Σόλωνος, όπου στεγαζόταν τότε η Φιλοσοφική. Πήγαιναν σε ένα μαγαζί που λεγόταν “Quartier Latin”, έπιναν ούζο και συζητούσαν ασταμάτητα. Όλες αυτές οι πολυετείς εικόνες, οι ανησυχίες, οι κουβέντες, οι αγκαλιές, οι  και τα γέλια, μετουσιώθηκαν σε ένα από τα πιο όμορφα ερωτικά τραγούδια.

Κάποια στιγμή, ενώ ταξίδευαν προς ένα κυκλαδίτικο νησί, εκείνος αποσύρθηκε και έγραψε το «Σ’ ακολουθώ», με παραλλαγμένους στίχους στο ρεφρέν.

Από μία πρόβα του αξέχαστου συνθέτη που διασώθηκε και υπάρχει στο διαδίκτυο, ακούγεται να λέει μεταξύ άλλων: «Λίζυ τ’ όνομά της, μα για την καρδιά της, δεν υπάρχει θέση πιο βαθιά».

Προτού φτάσουν στον προορισμό τους, ο Λοΐζος τη συνάντησε και της το τραγούδησε εν πλω, μη γνωρίζοντας προφανώς την ασύλληπτη επιτυχία που θα γνώριζε για πάντα η έμπνευσή του.

Τελικά, ο παραγωγός Αχιλλέας Θεοφίλου και άλλοι συνεργάτες, τον απέτρεψαν να χρησιμοποιήσει το όνομα της κοπέλας. Ο φόβος των αντιδράσεων ήταν μεγάλος. Σημειωτέον ότι από το 1978 εκείνος ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό και στιχουργό Δώρα Σιτζάνη.

Το τραγούδι «ντύθηκε» το 1980 με λιτή ορχήστρα και δύο κιθάρες, προτού ο συνθέτης Κώστας Γανωσέλης προτείνει ηχογράφηση μόνο με πιάνο, όπως και έγινε.

Ο Λοΐζος εν τέλει προτίμησε την πρώτη εκτέλεση, αλλά το playback με το πιάνο κρατήθηκε και δύο χρόνια αργότερα ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου το χρησιμοποίησε στη δική του ερμηνεία για το «Σ’ ακολουθώ» στον δίσκο «Φοβάμαι».

Η ήδη κλονισμένη υγεία του δεν του επέτρεψε νέα «διαμάντια». Έφυγε στις 17 Σεπτεμβρίου 1982 για το ταξίδι χωρίς επιστροφή. Η Λίζυ ήταν η «Μούσα» για το τελευταίο του τραγούδι.

Ο Μάνος Λοΐζος και η ύστατη έμπνευση: