Έμαθε μουσική σε όλη την Ελλάδα: Το περιοδικό του «δάσκαλου» άντεξε 34 χρόνια και ηττήθηκε μόνο από το ίντερνετ

Αν το πρόλαβες, ήσουν ένας τυχερός αναγνώστης…

Πριν από μερικά χρόνια ο Πέτρος Κωστόπουλος πέταξε μια ατάκα που έγραψε ιστορία. Σε ένα μνημείο έπαρσης (για κάποιους και θράσους) ισχυρίστηκε ότι «ξεβλάχεψε» την Ελλάδα. Ότι με τα περιοδικά του άνοιξε τα μάτια σε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού «που εκείνη την εποχή έψαχνε την Ευρώπη». Μπορεί λοιπόν για τον ίδιο να μοιάζει άστοχη και υπερφίαλη, ωστόσο σε μια άλλη περίπτωση η φράση ισχύει στο 100%. Γιατί αυτό που νομίζει ότι κατάφερε ο Κωστόπουλος σε επίπεδο lifestyle, το κατάφερε αναμφίβολα σε μουσικό επίπεδο ένα άλλο περιοδικό: Το θρυλικό «Ποπ και Ροκ» του Γιάννη Πετρίδη!

 

Είναι δύσκολο να εξηγήσεις σε έναν πιτσιρικά της σημερινής εποχής ότι κάποτε ήταν ελάχιστη η πρόσβαση στην πληροφορία. Ότι δεν μπορούσες με ένα κουμπί (όπως σήμερα) να μάθεις για οτιδήποτε μέσα από μια οθόνη. Ότι δεν ήταν δυνατό ν’ ακούσεις όταν και όσες φορές θέλεις ένα τραγούδι που γουστάρεις. Και πως για να μάθεις κάποια πράγματα σχετικά με τον αγαπημένο σου καλλιτέχνη ή μπάντα έπρεπε να ξεροσταλιάζεις στο περίπτερο: Μέχρι να έρθει το επόμενο τεύχος του περιοδικού που (χωρίς υπερβολή) μύησε γενιές Ελλήνων στην ξένη μουσική.

Σε μια εποχή αμέσως μετά τη δικτατορία όπου η σχετική ενημέρωση ήταν μηδαμινή, το κοινό διψούσε για πρόσβαση στα καλλιτεχνικά τεκταινόμενα. Ήταν τεράστια η λαχτάρα του κόσμου εντός των συνόρων, αλλά και παγκόσμιο φαινόμενο ο παροξυσμός με τα συγκροτήματα και τους σταρ της εποχής.

Βασισμένοι λοιπόν σε μια έμπνευση του Άρη Γρίτζαλη (ενός επιχειρηματία που ασχολούταν, ανάμεσα σε άλλα, με εμπόριο στη λαχαναγορά, αλλά άκουγε ροκ και χέβι μέταλ) οι Γιάννης Πετρίδης, Βάσος Τσιμιδόπουλος και Κώστας Ζουγρής υλοποίησαν την πρωτοποριακή ιδέα.

Και πατώντας στο πρότυπο του γαλλικού «Rock & Folk», δημιούργησαν το «Ποπ και Ροκ»: Μια πρωτοποριακή έκδοση με εμπεριστατωμένα και καλογραμμένα κείμενα για τη μουσική πραγματικότητα. Ένα έξυπνο και προσεγμένο κόνσεπτ πολύ μπροστά από την εποχή του (τουλάχιστον για τα εγχώρια δεδομένα). Ένα περιοδικό που έκανε τρελές πωλήσεις, απέκτησε φανατικό κοινό και μετατράπηκε σε πολυπόθητο «παράθυρο» στα μουσικά δρώμενα εκτός χώρας.

Στα ιστορικά γραφεία του λοιπόν στην οδό Δημοσθένους στην Καλλιθέα παράχθηκαν κείμενα-διαμάντια. Γράφτηκαν κριτικές, απόψεις και αναλύσεις από πασίγνωστα ονόματα όπως οι Γιάννης Πετρίδης, Θόδωρος Σαραντής, Ιωσήφ Αβράμογλου, Βάσος Τσιμιδόπουλος, Αργύρης Ζήλος, Νίκος Μουρατίδης, Ζακ Μεναχέμ, Μίκης Κορίνθιος, Λευτέρης Κογκαλίδης κ.α. Με εύστοχο, τολμηρό και ενίοτε ιντριγκαδόρικο τρόπο μπορούσες να ενημερωθείς, να προβληματιστείς, να εξελίξεις το γούστο σου για την ποπ και τη ροκ μουσική σε μια εποχή που ήταν ακριβώς στην άνθησή της.

Όπως συμβαίνει όμως με τους πάντες και τα πάντα, ο χρόνος και η εξέλιξη προσπέρασε το «Ποπ και ροκ». Η τρελή πορεία που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1978 (με 66 σελίδες, εξώφυλλο τον Τζίμι Χέντριξ και τιμή 30 δρχ.) άρχισε να φθίνει με την έκρηξη του ίντερνετ. Και όταν πια αποχώρησε ο Γιάννης Πετρίδης το 1998 (συνεχίζοντας πάντως την επίσης θρυλική εκπομπή του «από τις 4 στις 5» στο Πρώτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ) είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση.

 

Με εμφανείς λοιπόν και στη δική του περίπτωση τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης και έπειτα από κάποιες αλλαγές στην ιδιοκτησία και τη διεύθυνση που δεν αποδείχθηκαν σωτήριες, το 2012 έφτασε το τέλος. Με την κυκλοφορία πλέον να έχει συρρικνωθεί, η κατάσταση έμοιαζε μια αναστρέψιμη. Και έπειτα από 34 χρόνια στην πλειοψηφία των οποίων έκανε θραύση, το θρυλικό περιοδικό έριξε τίτλους τέλους: Αφήνοντας μια γεύση μελαγχολίας, αλλά και γλυκιάς νοσταλγίας.

Γιατί μαζί με το «Ποπ και ροκ» έκλεισε ένα ολόκληρο κεφάλαιο της μουσικής πραγματικότητας στην Ελλάδα. Και μαζί του πήρε ένα κομμάτι της νιότης όλων όσων το αγάπησαν και ταξίδεψαν μουσικά από τις σελίδες του…