3 σε 1: Την αλήθεια για το αξεπέραστο «Αλίμονο» του Μητροπάνου δεν την γνωρίζει σχεδόν κανείς

Εκατομμύρια το έχουν τραγουδήσει, ελάχιστοι το ξέρουν…

Το γούστο ειδικά στη μουσική είναι υποκειμενικό. Δεν μπορείς να υπαγορεύσεις ή να υποδείξεις στον άλλο τι θα του αρέσει. Αλλιώς τη βρίσκει ο ένας κι αλλιώς τη βρίσκει ο άλλος. Ακόμα και το ίδιο άτομο με συγκεκριμένο είδος και ύφος μπορεί να εκφραστεί σε μια συγκυρία και με εντελώς διαφορετικό σε κάποια άλλη. Αν μη τι άλλο όμως υπάρχουν κάποια τραγούδια «οικουμενικά». Κάποιοι ύμνοι που (ακόμα κι αν δεν ταιριάζουν στα ακούσματά σου) υποκλίνεσαι σε αυτά. Κάποια έπη που έστω και μια φορά έχουν βγει πρώτα από την ψυχούλα και μετά από το στόμα σου: Όπως το μυθικό «Αλίμονο»

Είτε είσαι λαϊκός, είτε είσαι ροκάς, είτε ακούς κάντρι και thrash metal, έχεις βρεθεί σίγουρα μια φορά στη ζωή σου να σιγοντάρεις την αξεπέραστο Δημήτρη Μητροπάνο. Να προσπαθείς να πατήσεις πάνω στη συγκλονιστική ερμηνεία του. Να ουρλιάζεις πιθανώς μεθυσμένος. Και να βγάζεις τον νταλκά, τον καημό, τη θλίψη ή την καψούρα σου μ’ ένα από τα πιο εμβληματικά κομμάτια όλων των εποχών…

Ενώ όμως όλοι το έχουν τραγουδήσει, όλοι έχουν ξεσπάσει/θρηνήσει/μελαγχολήσει με τους συγκλονιστικούς στίχους του «Αλίμονο» λίγοι γνωρίζουν ένα σημαντικότατο στοιχείο γι’ αυτό: Ότι είναι… τρία τραγούδια σε ένα. Και ότι αποτελεί ένα από τα τελειότερα medley (pot-pourri όπως έχει καθιερωθεί στα γαλλικά)!

Το 1976 λοιπόν κυκλοφόρησε ο τρίτος προσωπικός δίσκος του Δημήτρη Μητροπάνου με τον τίτλο «Λαϊκά ‘76». Σε αυτόν είχαν γράψει μουσικές οι Τάκης Μουσαφίρης και Σπύρος Παπαβασιλείου, ενώ οι στίχοι ήταν του Τάσου Οικονόμου. Η επιτυχία του, δε, ήταν τεράστια, αφού έγινε χρυσός και άφησε διαχρονικά σουξέ όπως το «Κάνε κάτι να χάσω το τρένο», τις «Καλαμιές», κα το «Καλοκαίρια και χειμώνες».

Εκείνο όμως που θα έγραφε ιστορία περισσότερο από κάθε άλλο ήταν το τραγούδι που έκλεινε τον δίσκο: Μια αριστοτεχνική συρραφή τριών διαφορετικών τραγουδιών στο ερωτικό έπος που συγκλονίζει ακόμα και σήμερα!

Το θρυλικό pot pourri ξεκινά  με το «Δυο Νύχτες», μια σύνθεση του Μίμη Χριστόπουλου σε στίχους του Σάκη Καπίρη, την οποία ερμήνευσε η Μαρινέλλα στο δίσκο του 1969 «Όταν σημάνει εσπερινός». Το μέρος των στίχων που χρησιμοποιήθηκε ήταν το εξής:

«Δυο νύχτες ανταμώσανε, πάνω στα δάκρυα μου

η νύχτα που σε γνώρισα κι η νύχτα που χωρίζουμε

και κλαιν τα όνειρα μου, θα πνίξουν τη καρδιά μου».

Στη συνέχεια ακολουθεί το «Αλίμονο, αλίμονο», μια σύνθεση του Τόλη Βοσκόπουλου σε στίχους του Ηλία Λυμπερόπουλου. Η πρώτη εκτέλεση είχε γίνει από τον Κωστή Χρήστου και επιλέχθηκαν οι εξής στίχοι:

«Χωρίς την αγάπη σου θα ήμουνα μόνος,

η πίκρα θα μ’ έπνιγε, το δάκρυ, ο πόνος

εσύ με οδήγησες στη γη στην ελπίδα,

του κόσμου το νόημα στα μάτια σου είδα.

Αλίμονο σ’ αυτούς που δεν αγάπησαν αλίμονο,

αλίμονο σ’ αυτούς που δε δακρύσανε ζωή,

την ομορφιά σου δε γνωρίσανε ζωή,

την ομορφιά σου δε γνωρίσανε».

Όσο για το φινάλε, ήταν σύνθεση του Σπύρου Παπαβασιλείου σε στίχους του Κώστα Βέργου και έγινε το τέλειο κλείσιμο του τραγουδιού:

«Η νύχτα απλώθηκε παντού, ειν’ το τραγούδι τ’ ουρανού,

νύχτα βαθιά, πολύ βαθιά μες την ψυχή μου,

με σκέπασε η ερημιά, μια θλίψη και μια παγωνιά,

γιατί να φύγεις ξαφνικά απ’ τη ζωή μου;

θέλω απόψε να σου γράψω, μα φοβάμαι μήπως κλάψω,

με κουράσανε τα δάκρυα κι οι λυγμοί,

τα παράθυρά μου κλείνω πάλι μόνος μου θα μείνω,

θα με πνίξουν πάλι απόψε οι στεναγμοί».

Αξίζει να σημειωθεί ότι αργότερα ο Δημήτρης Μητροπάνος είχε ερμηνεύσει σε συναυλίες του το τελευταίο μέρος και με διαφορετικούς στίχους. Ανήκουν στον Φώντα Λάδη και αναφέρουν:

«Βγήκε η ζωή μας στο σφυρί σ’ Αμερική και Ευρώπη,

ανθρώποι μας γεννήσανε και μας πουλάν ανθρώποι.

Για μεροκάματο διπλό τον ουρανό μας κρύψανε,

δεν έχει φως να ζήσουμε τη μοίρα μας να χτίσουμε.

Η φτώχεια εκεί και η νύχτα εδώ μάνα,

οι τόποι λείψανε τη μοίρα μας να χτίσουμε».