Μέσω της ταινίας «Υπάρχω», η οποία κυκλοφόρησε πριν από μερικές ημέρες (19 Δεκεμβρίου 2024), ο Στέλιος Καζαντζίδης επανήλθε στο προσκήνιο. Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο θρύλος του δεν έχει σβήσει και δεν πρόκειται να σβήσει όσο υπάρχει Ελλάδα. Φωνές όπως η δική του, δεν θα ξαναβγούν. Γιατί απλούστατα οι καλλιτέχνες του βεληνεκούς του (δεν είναι και πολλοί) δεν τραγουδούσαν με το λαρύγγι, αλλά με την καρδιά και την ψυχή.
Τόμοι ολόκληροι χρειάζονται για να καλύψουν την ιστορία και την πορεία του. Και ποτέ δεν θα είναι αρκετοί. Τέτοιες προσωπικότητες υπερβαίνουν τα… θνητά όρια και μπαίνουν στη σφαίρα του μύθου. Πάντοτε, όμως, οι αφηγήσεις και οι μαρτυρίες θα διατηρούν ζωντανό το όνομά του.
Μία εξ αυτών είχε δοθεί από έναν ακόμη σπουδαίο καλλιτέχνη, τον Αντώνη Βαρδή, σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στον Θανάση Γιώγλου, στις 26 Ιουλίου 2011.
Η πολυσύνθετη αυτή προσωπικότητα είχε «ανακρίνει» τον συνθέτη/στιχουργό στη Θεσσαλονίκη, τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του.
Μεταξύ άλλων, ο Γιώγλου είχε ρωτήσει τον Βαρδή για τη συνεργασία του με τον Καζαντζίδη και από την απάντηση προέκυψε μία εκπληκτική αποκάλυψη. Ποια ήταν αυτή; Το εμβληματικό «Στην Ελλάς του 2000» λίγο έλειψε να μην βγει ποτέ!
Καταρχάς να αναφερθεί πως ο ομώνυμος δίσκος κυκλοφόρησε το 1995 από τη WEA, ενώ περιλάμβανε 13 τραγούδια, σε στίχους των Σαράντη Αλιβιζάτου και Χρήστου Προμοίρα.
Το «Μην φωνάζεις» ερμήνευσε η Γλυκερία και το «Θα σε περιμένω» ο Γιάννης Βαρδής, γιος του Αντώνη. Πολλά έλαβαν εγκωμιαστικά σχόλια. Το Νο2, ωστόσο, δηλαδή το «Στην Ελλάς του 2000», έκανε τη διαφορά.
Η σύμπραξη μεταξύ δύο πλευρών από διαφορετικούς μουσικούς χώρους, του Στέλιου Καζαντζίδη και των αδερφών Κατσιμίχα, αποδείχθηκε άκρως επιτυχημένη.
Ήταν η εποχή που ο εμβληματικός λαϊκός βάρδος ερχόταν στο προσκήνιο για τις κόντρες και τα παράπονα προς διάφορες κατευθύνσεις, με αποτέλεσμα να έρχεται σε δεύτερη μοίρα η θεϊκή φωνή του, η οποία παρεμπιπτόντως δεν είχε αλλοιωθεί καθόλου παρά το γεγονός ότι είχε περάσει τα 60.
Επιθυμώντας να… επαναφέρει τον Καζαντζίδη σε τροχιά κανονικότητας, ο Βαρδής τηλεφώνησε στον Αλιβιζάτο και του μετέφερε ότι πρέπει να γραφτεί ένα τραγούδι, αντάξιο του μεγαλείου του.
Υπήρξε μεταξύ τους συμφωνία, όπως το ίδιο συνέβη και με τους αδερφούς Κατσιμίχα, οι οποίοι δέχθηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη να ερμηνεύσουν το ρεφρέν.
Ο Βαρδής είχε μεταβεί στον Άγιο Κωνσταντίνο, προκειμένου να συναντηθεί με τον Καζαντζίδη και να του παραδώσει την κασέτα που περιείχε το «Στην Ελλάς του 2000».
Σε περίπτωση που ο θρύλος του ελληνικού πολιτισμού έδινε αρνητική απάντηση, τότε το τραγούδι δεν θα κυκλοφορούσε. Ήταν ειδική παραγγελία. Ή ο Στέλιος ή κανένας.
Ευτυχώς, ο Καζαντζίδης είδε με καλό μάτι τη σχετική συνεργασία. «Άστο να το ακούσω μερικές φορές και θα σε πάρω τηλέφωνο να σου πω», είπε στον Βαρδή. Έλα, όμως, που οι μέρες περνούσαν και ούτε φωνή ούτε ακρόαση.
Ο γιος του αείμνηστου συνθέτη παρέμενε αισιόδοξος. Θεωρούσε ότι υπήρξε ασυνεννοησία στη συνομιλία του Αγίου Κωνσταντίνου. Ευτυχώς έπεισε τον διστακτικό πατέρα του να καλέσει εκ νέου τον επίδοξο ερμηνευτή.
Τότε, όπως αφηγήθηκε ο Βαρδής στην προαναφερθείσα συνέντευξη, ακολούθησε ο εξής διάλογος μεταξύ των δύο ανδρών.
Σ.Κ: «Έλα Αντώνη μου τι γίνεται, είσαι έτοιμος;»
Α.Β.: «Τι έτοιμος, τι εννοείτε;»
Σ.Κ: «Το ‘χεις τελειώσει το κομμάτι;»
Α.Β.: «Το κομμάτι είναι τελειωμένο, σας το έφερα».
Σ.Κ.: «Α… Πότε με θέλεις;»
Α.Β.: «Θα το πείτε;»
Σ.Κ: «Αφού σου είπα ότι θα το πω».
Α.Β.: «Δεν μου το είπατε. Μου είπατε ότι θα τηλεφωνηθούμε σε 2-3 μέρες».
Σ.Κ. «Εγώ εννοούσα να με πάρεις σε τρεις μέρες να μου πεις πότε να έρθω να το τραγουδήσω».
Ευτυχώς τα πάντα κύλησαν ομαλά. Οι Έλληνες, εκείνοι δηλαδή που «μεγάλωσαν με την αναπνοή του», ήπιαν «γλυκό νερό στην κόλαση». Πάντα μαζί του. Στην Ελλάς του 2000 γίναν όλοι βασιλιάδες. «Θεοί», όμως, σαν τον Στέλιο, τον Στράτο και μερικούς ακόμη θρύλους, δεν θα γίνουν ποτέ.