Τους χάρισε 35.000 δραχμές χωρίς καν σκέψη: Όταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης έσωσε μια οικογένεια από την απόλυτη εξαθλίωση

Ένας πραγματικός «Σερ» σε όλα του…

Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης δεν υπήρξε απλά ένας μεγάλος τραγουδιστής. Ένας από τους σπουδαιότερους ερμηνευτές όλων των εποχών. Μια εμβληματική φυσιογνωμία (όχι μόνο του πενταγράμμου, αλλά) ολόκληρης της μεταπολεμικής Ελλάδας. Έγραψε ιστορία και ως ένας ανεκτίμητος συνδετικός κρίκος: Διότι με την ανεπανάληπτη φωνή του δεν τραγούδησε μόνο τις πίκρες και τους καημούς της φτωχολογιάς. «Έντυσε» τα σπουδαία έργα του Μίκη Θεοδωράκη και έβαλε στα σπίτια του λαού τους στίχους του Ελύτη, του Σεφέρη, του Ρίτσου και του Λειβαδίτη.

Επηρεασμένος λοιπόν από τον Μάρκο Βαμβακάρη και έχοντας συνεργαστεί επίσης με τον Μάκη Χατζιδάκι και άλλους μεγάλους (όπως οι Σταύρος Ξαρχάκος, Απόστολος Καλδάρας, Βασίλης Τσιτσάνης, Γιώργος Μητσάκης, Δήμος Μούτσης, Άκης Πάνου και άλλοι) ο Μπιθικώτσης συνέθεσε και δικά του τραγούδια. Έκανε επιτυχίες όπως «Του Βοτανικού ο μάγκας», «Μια γυναίκα φεύγει», «Αμφιβολίες», «Σε τούτο το στενό», «Επίσημη αγαπημένη», «Τρελοκόριτσο», «Στου Μπελαμή το ουζερί» και «Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα». Και παράλληλα ανακάλυψε νέες και πολλά υποσχόμενες φωνές, όπως της Βίκυς Μοσχολιού και της Πόλυς Πάνου.

Πέραν όμως της καλλιτεχνικής του πορείας, ο «Σερ» (όπως καθιερώθηκε από χαρακτηρισμό του Δημήτρη Ψαθά σε χρονογράφημά του στα «Νέα») λατρεύτηκε από τον κόσμο και για το ήθος του. Για το γεγονός ότι υπήρξε κύριος (όπως μαρτυρούσε το παρατσούκλι του) και στην πραγματική του ζωή. Και για την προθυμία του να βοηθήσει πάντα και με όποιον τρόπο μπορούσε οποιονδήποτε είχε ανάγκη.

Ενδεικτική είναι η μαρτυρία για ένα περιστατικό στις αρχές της δεκαετίας του ’80: Σύμφωνα με αυτήν, κάποιος χτύπησε ένα μηχανάκι στη Βάρη, εκσφενδόνισε τον οδηγό του σε ένα χαντάκι και τον εγκατέλειψε. Το θύμα (κρατώντας με το ένα χέρι το σπασμένο του πόδι και κάνοντας νόημα με το άλλο σε διερχόμενους οδηγούς για βοήθεια) δεν έβλεπε κανέναν ν’ ανταποκρίνεται. Τότε σταμάτησε μια Μερσεντές και κατέβηκε ο Μπιθικώτσης. Όπως αναφέρεται λοιπόν, όχι μόνο τον μάζεψε και τον μετέφερε στο Ασκληπιείο, αλλά έμεινε εκεί μέχρι το πρωί που οι γιατροί του είπαν ότι δεν κινδυνεύει.

Ακόμα πιο χαρακτηριστική ωστόσο για την ευαισθησία του Μπιθικώτση είναι μια άλλη ιστορία. Μια συγκλονιστική περίπτωση όπου ήρθε αντιμέτωπος με την απόλυτη εξαθλίωση. Και την αντιμετώπισε όχι ως φίρμα, αλλά ως το όγδοο παιδί μιας φτωχής οικογένειας από το Περιστέρι που στα Δεκεμβριανά κρυβόταν σ’ ένα πηγάδι. Έχει περιγράψει λοιπόν χαρακτηριστικά ο ίδιος:

«Το 1965 δούλευα στην Πλάκα, στο Κάστρο του Παπαχειμώνα. Την ώρα που βρισκόμουν στο πάλκο και τραγουδούσα, έρχεται ένα γκαρσόνι και μου ψιθυρίζει:

“Στο τελευταίο τραπέζι ένας φουκαράς σε περιμένει. Θέλει να σου πει κάτι. Δεν γνωρίζω τι”.

Στο πρώτο διάλειμμα άφησα το μπουζούκι μου στην καρέκλα και πήγα κοντά του.

“Τι με θέλεις”, τον ρώτησα.

“Κύριε Μπιθικώτση”, μου λέει, “αν δεν το δείτε με τα μάτια σας, δε θα μπορέσετε να με βοηθήσετε. Γιατί έχω ακούσει  ότι είσαστε καλός άνθρωπος  κι έχετε βοηθήσει πολύ κόσμο”.

Όταν τελείωσα το πρόγραμμά μου, έβρεχε έξω ασταμάτητα. Τον πήρα μαζί μου στο αυτοκίνητο, ενώ είχα πει σε δυο χορευτές να με ακολουθήσουν με άλλο αυτοκίνητο σε μικρή απόσταση, επειδή δεν ήξερα πού με πάει.

Φτάσαμε στο Κερατσίνι και περάσαμε απέναντι, στα καταπατημένα της Κούλουρης. Με πηγαίνει στο σημείο όπου είχε στήσει μαζί με τη γυναίκα του ένα ξύλινο σπιτάκι, ένα δωμάτιο με μια κουζίνα.

Η βροχή και ο αέρας το είχαν γκρεμίσει. Δεν είχε απομείνει τίποτα. Μόνο ένα μπαούλο σκεπασμένο με χοντρό νάιλον που το στήριζαν πέτρες.

Ξεσκέπασε το μπαούλο και βγήκαν από μέσα δύο παιδάκια. Μπροστά σε αυτή τη φοβερή εικόνα, έμεινα άφωνος. Πάγωσα. Τους πήρα μαζί μου όλους στο αυτοκίνητο και τους πήγα στην Αθήνα σε ένα ξενοδοχείο.

Του λέω τότε “πάρε αυτά τα χρήματα και ξαναφτιάξε το σπίτι σου”. Ήταν 35.000 δραχμές, πολλά χρήματα για εκείνη την εποχή.

Πραγματικά, το έφτιαξε από την αρχή και μια φορά την εβδομάδα ερχόταν στο μαγαζί κρατώντας ένα λουλούδι, το οποίο μου προσέφερε».