Όταν έφυγε από αυτόν τον κόσμο ο Νίκος Παπάζογλου ήταν μόλις 63 ετών. Δεν του το’ χες. Τον έκανες μικρότερο.
Κι ας ήξερες πως ο πρώτος του δίσκος, η «Εκδίκηση της Γυφτιάς» είχε κυκλοφορήσει το 1978. Κι ας είχε πάρει κάπου το μάτι σου πως κάποτε είχε αντικαταστήσει τον Πασχάλη στους Olympians.
Δώδεκα χρόνια μετά από εκείνη τη μέρα που ο τραγουδοποιός υπέκυψε στην αρρώστια που τον έτρωγε, το κενό παραμένει και μοιάζει ολοένα μεγαλύτερο.
Λες κι εκείνο του κόκκινο φουλάρι που τον συντρόφευε σε κάθε του εμφάνιση είχε ένα μαγικό τρόπο να καλύπτει, να γεμίζει και να ενώνει φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους καταστάσεις.
Όπως έκανε και ο Νίκος με τις μουσικές του, που μόνιασαν το ροκ με το λαϊκό και από τη ζεύξη αυτών των δύο ετερόκλητων γονιών γεννήθηκε ο δικός του, ξεχωριστός ήχος.
Σαν απόδειξη ότι κοινός τόπος μπορεί να βρεθεί, πέρα από τις διαφορές, τους διαχωρισμούς και τα σύνορα που σηκώνει ο καθένας στο μυαλό του.
Λείπει το φουλάρι του. Λείπει γιατί συμβόλιζε τον άνθρωπο που δεν άνοιγε το στόμα του όταν ένιωθε πως δεν είχε κάτι να πει.
Η «ισχνή» για τα σημερινά δεδομένα δισκογραφία του αυτό μαρτυρά. Λίγοι δίσκοι, μετρημένες δουλειές, καλά ζυγισμένα λόγια.
Μακριά από τη λογική σούπερ μάρκετ ή έκθεσης αυτοκινήτων που έρχεται κάθε τρεις και λίγο να σου περάσει την ανάγκη για ένα νέο προϊόν, ελάχιστα διαφοροποιημένο από το προηγούμενο.
Και μάλιστα, χωρίς καν να χρειαστεί να μπει σε διαδικασία «εκπτώσεων» και «προσφορών» για την πραμάτεια του, σαν τους σύγχρονους εμπόρους.
Κάποτε σε μία συνέντευξή του, παραμένοντας υπέρ το δέον σεμνός, είχε περιορίσει το ταλέντο του σε ένα και μόνο πράγμα: στη δυνατότητα που είχε με μια ματιά στους στίχους να «ντύσει» τα λόγια με τη μουσική του.
Καλή, μέτρια ή κακή, αυτή ήταν. Ο πρώτος σκοπός που φώλιαζε στο μυαλό του, σε μεγάλο βαθμό ήταν κι αυτό που τελικά θα έφτανε στα αυτιά του κοινού του.
Ένα κοινό, που ειδικά μετά το «Χαράτσι», ήταν απόλυτα πεπεισμένο πως περιπτώσεις σαν εκείνη του Παπάζογλου δεν κυκλοφορούσαν πολλές εκεί έξω.
Αυτή η αμεσότητα δεν αφορούσε μόνο τη σκέψη του, αλλά και την επαφή του με τον κόσμο. Σχεδόν κάθε του εμφάνιση αποτελούσε μια μικρή μυσταγωγία.
Και αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Παπάζογλου μπορούσε για χρόνια να γεμίζει τους χώρους στους οποίους εμφανιζόταν, χωρίς να έχει προηγηθεί κάποιος νέος δίσκος.
Δίχως να χρειάζεται να παρουσιάσει κάτι διαφορετικό ή να έχει την ανάγκη να δημιουργεί ίντριγκες και φήμες σχετικά με τις δουλειές του ή την προσωπική του ζωή.
Μακριά από όλο αυτό που μάθαμε να ονομάζουμε «star system», από το στούντιό του το «Αγροτικόν», ο Παπάζογλου είναι εκείνος ο τύπος, εκείνος ο Έλληνας, που δεν χρειαζόταν να διατυμπανίσει το «είναι» του ούτε να κρύψει τα κουσούρια ή τις αδυναμίες του πίσω από τίποτα.
Το μόνο που χρειαζόταν ήταν γνήσια έμπνευση κι ένα φουλάρι για να καλύπτει τον λαιμό του.