Είναι οι Τρύπες η σημαντικότερη μπάντα ελληνόφωνου ροκ στη μουσική σκηνή της χώρας μας; Πέρα από το πού μπορεί να στέκεται κανείς από πλευράς ακουσμάτων, οφείλει να απαντήσει καταφατικά. Είναι. Και μάλιστα μακριά από τον ανταγωνισμό. Διότι κατάφεραν κάτι μοναδικό. Να βγάλουν το ροκ από το περιθώριο και να το καταστήσουν mainstream χωρίς καν να το επιδιώξουν ή να προχωρήσουν σε εκπτώσεις στον ήχο και τον στίχο, προκειμένου να τον κάνουν πιο εύπεπτο και προσιτό στον μέσο Έλληνα της δεκαετίας του ’80 και του ’90.
Στην Ελλάδα που άφηνε πίσω της μια εποχή γεμάτη προβλήματα για να μπει σε μια άλλη, εκείνη του ευδαιμονισμού, οι Τρύπες αποτέλεσαν την ενοχλητική φωνή μιας ιδιαίτερης συνείδησης που συνέχιζε να λέει «όχι».
Ούτε οι ίδιοι μπορούσαν να φανταστούν πίσω στο 1983 όταν ξεκινούσαν, τον αριθμό των ανθρώπων που θα άγγιζαν ή το βαθμό της επιρροής που θα ασκούσαν. Δύο χρόνια μετά ηχογραφούν τον πρώτο -ομώνυμο του γκρουπ- δίσκο (στο Αγροτικόν του Νίκου Παπάζογλου) και τα 500 κομμάτια που βγάζουν στην κυκλοφορία είναι ενδεικτικά του πόσο δειλά γίνονταν τέτοια βήματα στη χώρα μας εκείνη την εποχή. Εκείνοι οι τυχεροί που το αγοράζουν γίνονται οι παρθενικοί κοινωνοί ενός ροκ, με εμφανή στοιχεία πανκ, ήχου που δένει παράξενα με μια από τις πλέον χαρακτηριστικές φωνές. Αυτή του Γιάννη Αγγελάκα. Στα 32 λεπτά και 47 δευτερόλεπτα της διάρκειάς του, ακόμη και τα λιγότερα έμπειρα και εκπαιδευμένα αυτιά αντιλαμβάνονται αυτό που έρχεται για να μείνει στην ιστορία.
Αυτή η Ταξιδιάρα Ψυχή χρειάστηκε να κάνει πολύ δρόμο μέχρι να φτάσει και στις γειτονιές μακριά από την Θεσσαλονίκη.
Χωρίς Youtube, My Space, ιδιωτική τηλεόραση και ραδιόφωνα, οι Τρύπες ακολούθησαν τη διαδρομή των θρύλων. Μεταδόθηκαν από στόμα σε στόμα, αφήνοντας τη φήμη τους να προηγείται και να γιγαντώνει, μέχρι να αντιληφθούν και οι ίδιοι πόσο μεγάλοι ήταν. Ακόμη κι όταν το σκηνικό αλλάζει στα ‘90ς, με τις σαρωτικές αλλαγές του ραδιοτηλεοπτικού χάρτη, αποφεύγουν τα πολλά πάρε-δώσε και επιμένουν στην αυθεντικότητα της βλεμματικής επαφής με το κοινό τους.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν απογοητεύουν και δεν απογοητεύονται από αυτή την σχεδόν πεισματικού χαρακτήρα στάση τους. Όπως συνέβαινε και με τις δουλειές τους, βγαίνουν μπροστά μόνο όταν έχουν κάτι να πουν. Και συνήθως νιώθουν αυτή την ανάγκη αφού πρώτα αφουγκραστούν τους εαυτούς τους. Είναι οι εσωτερικές αναζητήσεις των μελών τους που έρχονται να κουμπώσουν σε εκείνες των ακροατών τους και όχι το αντίθετο. Αυτό, άλλωστε, ήταν και το τεράστιο συγκριτικό πλεονέκτημα που παρουσίαζαν σε σχέση με πολλά άλλα σχήματα. Προγενέστερα ή μεταγενέστερά τους. Δεν γράφουν αυτά που θέλεις να ακούσεις.
Δεν «πουλιούνται» ούτε καν στο κοινό τους, δείχνοντας μια πρωτόγνωρη αποφασιστικότητα για γκρουπ που ψάχνει την επιτυχία.
Παίρνουν δανεικά για να βγάλουν δίσκο. Σύμφωνα με τους αστικούς μύθους της εποχής (που δεν είναι και τόσο μύθοι) λένε όχι σε μεγάλη δισκογραφική επειδή υπάρχει όρος στο συμβόλαιο για μια εμφάνιση σε βραδινό σόου. Αν θυμάμαι καλά, της Ρούλας Κορομηλά. Γυρίζουν την πλάτη σε 50.000.000 δραχμές για να διαφημίσουν προϊόν που θέλει να δέσει το όνομά τους με το δικό του, λόγω της ηχητικής ομοιότητας. Δεν το κάνουν από σνομπισμό, ελιτισμό κι άλλες τέτοιες παιδικές ασθένειες των φαντασμένων. Το κάνουν επειδή στο επόμενο live τους θέλουν να αισθανθούν τον ίδιο ηλεκτρισμό και το ψυχικό δέσιμο με τους πραγματικούς συνοδοιπόρους τους και όχι με περιστασιακούς θαυμαστές που είδαν… φως και μπήκαν. Οι Τρύπες παίζουν για τη φανέλα και φορούν την ίδια με εκείνη των φανατικών ακροατών τους.
Με το LP «Εννιά Πληρωμένα Τραγούδια», μετά από σχεδόν μια δεκαετία παρουσίας και αλλαγές στη σύνθεσή τους, οι Τρύπες μπαίνουν πλέον σε κάθε νεανικό δωμάτιο.
Κυρίως, όμως, στο μυαλό των ανθρώπων που αρνούνται να βολευτούν και να «χωρέσουν» σε εκείνο το «σήμερα» της πλαστής τελειότητας που λάνσαρε και προέβαλλε η ελληνική κοινωνία. Περίπου ενοχλητικά, επανέρχονται πειραματιζόμενοι με το κοινό τους. Δοκιμάζοντας τις αντοχές, τις ανοχές και τις ενοχές του. Φυσικά, και τις δικές τους, τις οποίες έβγαζαν στη φόρα δίχως κόμπλεξ και υπεκφυγές.
Μετά από 17 χρόνια παρουσίας –κι ενώ θα μπορούσαν να παραμείνουν για όσο ήθελαν ενεργοί- αποφασίζουν να κατεβάσουν ρολά ως συγκρότημα. Το κάνουν με την ίδια διακριτικότητα και αξιοπρέπεια που τους χαρακτήριζε από την αρχή της πορείας τους. Το «αντίο» ήρθε, αλλά δεν σήμανε το τέλος τους. Παραμένουν κάπου εδώ γύρω, σαν τους φίλους με τους οποίους δεν χρειάζεται να τα λες κάθε τρεις και λίγο για να επιβεβαιώσεις τα συναισθήματά σου. Στα άλλα τόσα χρόνια που πέρασαν από τότε, δεν είναι κάποιο είδος μελαγχολικής νοσταλγίας που τους κάνει να φαντάζουν ακόμη αναπάντεχα προσιτοί και οικείοι.
Προσωπικά, συνεχίζω να μην ακούω ελληνικό ροκ. Είναι πολύ ελληνικό και λιγότερο ροκ, για τα γούστα μου. Οι Τρύπες όμως πάντα θα γεμίζουν εκείνες της ψυχής μου.