Ένας Θεοδωράκης που δεν λέει τραγούδια του Μίκη

Είναι αμφίβολο το αν και πότε άλλος Έλληνας συνθέτης θα πλησιάσει το ανάστημα του Μίκη Θεοδωράκη. Κι αν -τελικά- αυτό συμβεί, μοιάζει απίθανο να φέρει το ίδιο επώνυμο.

Δεν έχουν περάσει παρά λίγες μέρες από το τηλεφώνημα ενός φίλου που είχε μια ενδιαφέρουσα πρόταση. Να ακούσουμε τον εγγονό του Μίκη Θεοδωράκη στην πρώτη ουσιαστικά ζωντανή εμφάνισή του ως τραγουδοποιός. Φτάσαμε και πήραμε τη θέση μας στην «Απανεμιά» με τη βεβαιότητα πως κάποιος με ή χωρίς τη δωρικότητα της φωνής του Μπιθικώτση θα ερμήνευε τα κομμάτια του μέγιστου των Ελλήνων συνθετών. Θα διάλεγε έναν χιλιοπερπατημένο και σίγουρο δρόμο. Όταν όμως ο Άγγελος Θεοδωράκης Παπαγγελίδης άρχισε να τραγουδά, ξεκίνησαν οι εκπλήξεις.

Λιγότερο από μια εβδομάδα μετά, στον πολύ πιο οικείο γι’ αυτόν χώρο του σπιτιού του, δεν ήταν τόσο αγχωμένος όσο στο live. Ίσως επειδή είχε κατηγοριοποιήσει τις φάτσες μας στους «φίλους», όπως είχε αποκαλέσει το ακροατήριό του. Μιλώντας με μια χαριτωμένη συστολή, που κατά περίεργο τρόπο τον έκανε πιο επικοινωνιακό, συστήθηκε με λίγα λόγια για τον εαυτό του και τους στίχους από το πρώτο τραγούδι του. «Είμαι ανοιχτό βιβλίο, δεν κρατάω πολλά για τον εαυτό μου», λέει ο Άγγελος και το αποδεικνύει στο παρακάτω απόσπασμα.

Ως… Θεοδωράκης ήταν σχεδόν αδύνατο να μην ασχοληθεί σε κάποιο βαθμό με τη μουσική. Αντίθετα από ό,τι ενδεχομένως πιστεύουν κάποιοι, όμως, το να φέρεις ένα τέτοιο επώνυμο δεν αποτελεί πάντα εφόδιο και πλεονέκτημα. «Μια τέτοια προσωπικότητα λειτουργεί σαν το κέντρο ενός γαλαξία. Όλα κινούνται γύρω από αυτό και η διαδρομή τους καθορίζεται –μέχρι ενός βαθμού- από αυτή την έλξη», μας λέει και μιλά για παιδικές αναμνήσεις από τις οικογενειακές διακοπές στο Βραχάτι. Εκεί όπου ακόμη κι ένα παιδικό πάρτι γενεθλίων μπορούσε να μετατραπεί σε άλλη μία κοινωνικοπολιτική και μουσική παράσταση με επίκεντρο τον Μίκη.

«Μου αρέσει να γράφω για απλά πράγματα. Δεν πιστεύω ότι η μουσική πρέπει οπωσδήποτε να αναφέρεται σε κάτι μεγάλο. Ο καθένας μπορεί να έχει κάτι να πει για κάτι καθημερινό, το οποίο ίσως αγγίξει και ενδιαφέρει κάποιον άλλο», προσθέτει προσπαθώντας να μην παρεξηγηθούν τα λεγόμενά του. Αντίστοιχη απλότητα έχουν οι στίχοι και οι νότες του. «Είναι συχνά αυτοαναφορικοί, βασισμένοι στις μέχρι τώρα εμπειρίες μου», λέει και σπεύδει να συμπληρώσει με χαμόγελο: «Μην φανταστείς πως είναι τόσες πολλές! Αλλά είναι δικές μου».

Πάνω σ’ αυτό το «δικές μου» μοιάζει να πορεύεται και ο νεαρός καλλιτέχνης.

Με οδηγό του την επιθυμία να τραβήξει ένα δρόμο μακριά από αχρείαστες συγκρίσεις, που μοιάζουν αναπόφευκτες όταν «διαχειρίζεσαι» τέτοια κληρονομιά. «Οι άνθρωποι έχουμε πρότυπα, τα οποία συνήθως βρίσκονται μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον. Σ’ αυτή την περίπτωση μιλάμε για ένα πρότυπο παγκόσμιο. Ακόμη κι έτσι, χρέος του καθενός είναι αφού πάρει πράγματα από αυτά και αφού ωριμάσει, να προσπαθεί να χαράξει τη δική του πορεία. Πιστεύω πως πρέπει να κάνουμε κάτι εντελώς δικό μας», τονίζει.

Τον ρωτάω αν ο Θεοδωράκης έχει ιδέα για τη μουσική ύπαρξή του. Μου δείχνει με καμάρι το μήνυμα που του έστειλε ο Μίκης όταν άκουσε τα πρώτα κομμάτια του.

Με την διπλή ικανοποίηση  του εγγονού που ευχαρίστησε τον (γλυκό, όπως τον αποκαλεί, παππού του) και του τραγουδοποιού που μόλις πέρασε από τον πιο απαιτητικό κριτή που θα μπορούσε να βρει απέναντί του. Στην Απανεμιά είχε κι άλλους τέτοιους, αφού στο ακροατήριο βρέθηκαν μεταξύ άλλων Μπάμπης Στόκας, Μπάμπης Τσέρτος αλλά και η θρυλική Γιώτα Γιάννα, η «πασιονάρα της εθνικής οδού» όπως έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις. Τον στήριξαν ηθικά αλλά και έμπρακτα, αφού τους έβγαλε στη… σέντρα ζητώντας τους να βάλουν… πλάτη στο πρόγραμμα. «Γι’ αυτό με φώναξες ρε;» αναρωτήθηκε ο πρώτος, χωρίς πάντως να αρνηθεί την πρόσκληση.

Και μετά το πρώτο live, τι; Προφανώς μια δισκογραφική δουλειά.  Για την ώρα το μόνο σίγουρο είναι ο τίτλος. «Angelo’s Bookstore». Μια αναφορά στο βιβλιοπωλείο στο οποίο περνά τις μέρες του. «Έρχονται και φίλοι. Παίζουμε μουσική, ανοίγουμε και κανένα κρασί. Ε, πουλάω και βιβλία στο μεταξύ», μου λέει. «Έχω υλικό. Πολλά κομμάτια. Πρέπει να τα ξεδιαλύνω και να αποφασίσω» , συμπληρώνει και δεν αντέχω να μην τον ρωτήσω. «Καλά ρε Άγγελε, δεν έχεις σκεφτεί ποτέ να τα αποφύγεις όλα αυτά, το να ξεκινάς από το μηδέν; Δεν θες να γίνεις λίγο… ΠΑΣΟΚ και να βάλεις μέσον»; Τίμια και παντελονάτα, απαντά: «Καμιά φορά λέω στον εαυτό μου τι κάθεσαι και κάνεις μωρέ; Είσαι ένας Θεοδωράκης. Με ένα τηλεφώνημα μπορείς να βγάλεις δίσκο. Μη νομίζεις πως δεν περνά από το μυαλό»…

Τέτοιες ώρες μάλλον κάνει ένα βήμα πίσω για να δει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα. Ένα Step Back, όπως λέει και ο τίτλος ενός τραγουδιού του. Από τα αγαπημένα του καλλιτέχνη, όπως και το Speed Of Love, που μαρτυρά ξεκάθαρα το μουσικό προσανατολισμό του.

https://www.youtube.com/watch?v=ZtR_NEm7e2U&feature=sharehttps://www.youtube.com/watch?v=DJcdg31sBMs

Επανέρχομαι στο θέμα του μουσικού αυτοπροσδιορισμού που επιχειρεί ο Άγγελος. Μα δεν θα ήταν πιο βολικό και εύκολο να συνεχίσει πάνω σε ένα ήδη στρωμένο δρόμο;

Τόσοι και τόσοι καλλιτέχνες που ζουν με την ευλογία και την «κατάρα» ενός πραγματικά αξεπέραστου συγγενή τους. «Ο τάδε ερμηνεύει τραγούδια του πατέρα του», είναι πια τόσο συνηθισμένο. «Κινδυνεύεις να μπερδευτείς έτσι. Να νομίζεις πως κοιτούν ή ακούν εσένα. Είναι παραπλανητικό γιατί στην πραγματικότητα όμως δεν κάνουν αυτό. Εγώ δεν έχω μόνο σεβασμό, νιώθω ένα δέος κάθε φορά που τον πλησιάζω. Ακόμη συμβαίνει αυτό. Γι’ αυτό προσπαθώ στη μουσική και στη ζωή μου να διαχωρίσω τον εαυτό μου. Θέλω ό,τι έχω να είναι δικό μου. Η τέχνη μου, η οικογένειά μου. Αυτή η αυτονομία με βοηθά να μπορώ να τον κοιτάω στα μάτια. Ακόμη κι έτσι, ο Μίκης (σ.σ ο παππούς) είναι μέσα στο έργο μου. Ένας τέτοιος ογκόλιθος δεν μπορεί παρά να είναι παντού. Μέχρι και στη δική μου δουλειά χωρίς να γίνεται καν αντιληπτό», λέει. Και είναι ακριβώς έτσι…

Είναι αμφίβολο το αν και πότε άλλος Έλληνας συνθέτης θα πλησιάσει το ανάστημα του Μίκη Θεοδωράκη. Κι αν -τελικά- αυτό συμβεί, μοιάζει απίθανο να φέρει το ίδιο επώνυμο. Ο Angelos T.P είναι ένας από τους τόσους μουσικούς που το γνωρίζουν καλά. Και επιμένουν να ακολουθήσουν τα μονοπάτια που σαν οδοστρωτήρες άνοιξαν άνθρωποι σαν τον Μίκη. Διεκδικώντας το δικαίωμα στην έκφραση, ανεξάρτητα από την ενδεχόμενη απήχηση. Όλοι ή σχεδόν όλοι θέλουν την επιτυχία, έχοντας κατά νου ότι εκείνη μπορεί να έρθει και σε πιο γήινες μορφές. Όπως, ας πούμε, να είσαι από τους τυχερούς που κατορθώνουν να επικοινωνήσουν αυτό που έχουν μέσα τους. Να εξωτερικεύσουν και να εκθέσουν το ίδιο τους το «είναι». Κι αυτό θέλει κότσια από εκείνα που διαθέτουν οι καλλιτέχνες.