Ο Τι Τζέι Σορτς είχε 9 πόντους με 3/13 σουτ στα τρία πρώτα παιχνίδια της Euroleague. Στο θεωρητικά πιο δύσκολο ματς απ’ όσα έχει παίξει έως τώρα, στο «καμίνι» του αντίπαλου δέους, μεταμορφώθηκε στον παίκτη που χάιδεψε πέρσι τον τίτλο του MVP της διοργάνωσης. Με 19 πόντους, 5 ασίστ, 5 ριμπάουντ και αμιγώς ηγετικό προφίλ. Λέγεται και επίδειξη χαρακτήρα.
Οι όποιες αμφιβολίες για το αν ο παίκτης μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της βαριάς από τα 7 αστέρια φανέλας εκμηδενίστηκαν. Δεν χρειάζεται κάποιο άλλο τεστ για να συμπεράνουμε ότι πλέον υπάρχει και δεύτερος ηγέτης στον Παναθηναϊκό. Ή μάλλον τρίτος, καθώς ο Κώστας Σλούκας απέδειξε στο ντέρμπι του «ΣΕΦ» ότι παραμένει τέτοιος. Το ζήτημα είναι αν χωράνε δύο τέτοιας ποιότητας ball handlers στην ίδια πεντάδα. Αυτό είναι που εκκρεμεί για τον Παναθηναϊκό και αν βρεθεί αρμονία μεταξύ Σορτς, Ναν, ο Εργκίν Αταμάν θα θυμάται με ένα γλυκό χαμόγελο το πρώτο φετινό ντέρμπι αιωνίων. Γιατί ήταν το πρώτο ματς που ο κοντοπίθαρος Αμερικανός έδειξε ακριβώς για ποιον λόγο αποκτήθηκε.
Ο Παναθηναϊκός έβαλε λοιπόν 86 πόντους στο Φάληρο χωρίς τον Ναν (και φυσικά τον Λεσόρ), έχοντας στα θετικά και το εντυπωσιακό statement του Βασίλη Τολιόπουλου. Και μάλιστα έφτασε σε αυτό το νούμερο με 2/14 τρίποντα στο β’ ημίχρονο. Κάποια από αυτά, όπως τα κρίσιμα των Οσμάν και Γκραντ προς το φινάλε, ελεύθερα. Αν μια ήττα μπορεί να είναι εντελώς ανώδυνη, κάπως έτσι είναι το σενάριο της.
Για τον Ολυμπιακό, ενδεχόμενη ήττα άνευ Ναν σε εντός έδρας ντέρμπι μπορεί και να του άφηνε ψυχολογικό κουσούρι ενόψει των επόμενων φετινών μαχών με τους «πράσινους». Η αλήθεια είναι ότι στο 32-44 έδειχνε ότι είχε μπροστά του ένα βουνό, καθώς είχε στείλει στο σίδερο 13 προσπάθειες τριών πόντων και οι Νιλικίνα, Λι ήταν ακίνδυνοι επιθετικά. Τελικά όμως το ντέρμπι ολοκληρώθηκε με καλό feeling και για τον Γιώργο Μπαρτζώκα, που έκανε κάποιες πολύ χαρμόσυνες διαπιστώσεις.
Πρώτον, ότι ο Τάιλερ Ντόρσεϊ έχει αλλάξει τελείως πίστα μετά τις επιδόσεις του στους περσινούς τελικούς. Πλέον, θέλει την ευθύνη, δείχνει αποφασισμένος να βγει μπροστά και έκανε στο ντέρμπι ένα από τα πιο ολοκληρωμένα παιχνίδια της καριέρας του. Η εγνωσμένη αδυναμία του είναι τόσα χρόνια η δημιουργία, αλλά μοιάζει έτοιμος να το αλλάξει και αυτό. Το μεγαλύτερο πρόβλημα του Παναθηναϊκού στο ματς ήταν το ξεχαρβάλωμα της άμυνας του από τις πάσες του Ελληνοαμερικανού, που πέραν των 16 πόντων μοίρασε 8 ασίστ. Ξεκίνησε άστοχος, αλλά μολονότι δεν πήρε καθόλου ανάσες – έπαιξε 37 λεπτά (!) – η απόδοση του ολοένα και ανέβαινε.
Ο Ντόρσεϊ μύρισε… αίμα ελλείψει του Εβάν Φουρνιέ και έχτισε από τα πρώτα λεπτά ηγετικό status ως desicion maker της ομάδας στις περισσότερες επιθέσεις. Έκανε step up ακόμα και σε σχέση με τις εμφανίσεις του στους τελικούς. Απειλούσε από κάθε σημείο του παρκέ, αυτό το είχε ανέκαθεν. Το νέο στοιχείο στο παιχνίδι του ήταν η δεινότητα στην τελική πάσα. Ασυζητητί, ο καλύτερος Ντόρσεϊ που είδαμε ποτέ.
Από εκεί και πέρα το ντέρμπι ήταν ένα τεστ χαρακτήρα για τους Γουόρντ και Νιλίκινα. Ο πρώτος το πέρασε με άριστα, ήταν ο «τρίτος σωματοφύλακας» του Ολυμπιακού (πίσω από Ντόρσεϊ, Βεζένκοφ), με την πληθωρική στατιστική του να γράφει 12 πόντους, 5 ασίστ και 5 ριμπάουντ. Έδινε λύσεις πάνω που η ομάδα του έδειχνε να έχει βαλτώσει και μάλιστα ξεσήκωνε τον κόσμο, σαν πάλιουρας που έχει φάει τέτοια ντέρμπι με το κουτάλι. Αναμφίβολα ιδανικό βάπτισμα πυρός για τον Αμερικανό, που στο πρώτο ραντεβού με τον Τσεντί Οσμάν κοίταξε αφ’ υψηλού τον Τούρκο.
Σε ότι αφορά τον Γάλλο πλέι-μέικερ, έως και 28.7” πριν το τέλος θα έπρεπε να έχει κάποιος πολύ καλή θέληση για να τον χαρακτηρίσει θετικό. Με μια περίτεχνη ενέργεια όμως για το πιο clutch καλάθι του ματς, ο Νιλικίνα ρέφαρε και το απόλυτο μηδενικό που είχε στις ασίστ και την αστοχία του σε κάποια ελεύθερα σουτ. Οι επικριτές θα πουν ότι ο Ολυμπιακός δεν χρειαζόταν έναν ακόμα Ουόκαπ, αυτοί που βλέπουν το ποτήρι μισογεμάτο ότι πρόκειται για μια βελτιωμένη έκδοση του Αμερικανού, καθώς είναι ξεκάθαρο ότι μπορεί να δημιουργήσει πολύ πιο εύκολα τις συνθήκες για να εκτελέσει ο ίδιος.
ΥΓ: Ο Σέιμπεν Λι έσωσε εν μέρει την παρτίδα με την εμφάνιση του β’ ημιχρόνου, αλλά η αδυναμία του στο μακρινό σουτ είναι παροιμιώδης.