Παράδειγμα για την Ελλάδα: Το πρωτοποριακό σχέδιο της Αγγλίας για να ρίξει τις τιμές των ενοικίων είναι μονόδρομος

Ώρα να ξεκολλήσουμε από το παρελθόν, δε νομίζετε;

Αν υποθέσουμε ότι αύριο είχαμε εκλογές για νέα κυβέρνηση, το πρώτο πράγμα που θα ήθελαν να ακούσουν όλοι και που θα ήταν και ξεχωριστή θεματική σε ένα debate, είναι το ζήτημα της στεγαστικής κρίσης που περνάει η Αθήνα εδώ και περίπου 3 χρόνια, αλλά και η υπόλοιπη Ελλάδα.

Η πανδημία σε συνδυασμό με τις διάφορες κρίσεις λόγω του πολέμου, έφεραν ακρίβεια σε πολλά προϊόντα, με αποτέλεσμα να πάρουν την ανιούσα οι τιμές στα ακίνητα, είτε μιλάμε για πώληση είτε για ενοίκιο. Μαζί, αυξήθηκαν και τα Airbnb καταλύματα, με αποτέλεσμα τα σπίτια που διατίθενται για μακροχρόνια μίσθωση, να παίζουν μπάλα από θέση ισχύος και να αναγκάζουν αρκετούς να υποκύψουν στα εξοντωτικά ποσά που ζητούνται.

Για πολλούς, μεταξύ αυτών και στην κυβέρνηση, η λύση στο πρόβλημα δεν είναι η ανατροπή της ακρίβειας ή η αύξηση στους μισθούς ή να μπει ένα πλαφόν στις τιμές, είναι να καταπολεμήσουν τους ανθρώπους που επιλέγουν να βάλουν τα σπίτια τους στη βραχυχρόνια μίσθωση. Αυτό τουλάχιστον επικοινωνείται με βάση συναντήσεις που έγιναν προσφάτως μεταξύ κυβέρνησης και ενώσεων ιδιοκτητών, αλλά και ξενοδόχων.

Το ερώτημα βέβαια είναι αν η κυβέρνηση θέλει όντως να ακολουθήσει το παράδειγμα της Βαρκελώνης, λόγου χάρη, ή να εξυπηρετήσει τους ξενοδοχειακούς κολοσσούς που το χρήμα τους περνάει από το κράτος και δεν είναι χρήμα που δίνει ένας Χ τουρίστας στον Χ ενοικιαστή.

Ας μην είμαστε καχύποπτοι κι ας δούμε τι συμβαίνει σε μια χώρα που από πολλά κράτη λογίζεται ως πρότυπο και ενδέχεται αρκετοί (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα) ν’ «αντιγράψουν» της κινήσεις της.

Βρετανίας το ανάγνωσμα, λοιπόν. Τι αναμένεται να κάνουν οι Άγγλοι για ν’ αντιμετωπίσουν το- μείζον, και σ’ αυτούς- πρόβλημα της στέγασης; Ποιο είναι το πλάνο της κυβέρνησης των Εργατικών, οι οποίοι μετά από 14 χρόνια (κι ένα Brexit μετά…) επανήλθαν στην εξουσία;

Στην πραγματικότητα είναι κάτι αρκετά απλό, όμως εκ πρώτης «όψεως» μοιάζει δύσκολα εφαρμόσιμο, αν και δεν είναι: αντιλαμβανόμενοι πως  η αντιμετώπιση των Συντηρητικών- κατά τη διακυβέρνηση των οποίων υπήρξε μια ραγδαία αύξηση των τιμών- ήταν εξόχως προβληματική στον συγκεκριμένο τομέα, ανακοίνωσαν πως έχουν εκπονήσει ένα πενταετές πρόγραμμα, μέσω του οποίου θα «γεννηθούν» 1.500.000 νέες κατοικίες.

Στα ίσα: Το πρωτοποριακό σχέδιο της Αγγλίας για να «σβήσει» τη στεγαστική κρίση γίνεται παράδειγμα για την Ελλάδα

Μάλιστα, η υπουργός Ρέιτσελ Ριβς, η οποία προΐσταται του συμβουλίου που έχει αναλάβει το κολοσσιαίο έργο, γνωστοποίησε πως πρόθεση της κυβέρνησης είναι μετά το πέρας της πενταετίας αυτό το 1.5 εκατομμύριο νέων σπιτιών να διατεθεί άμεσα στην κοινωνία.

Εδώ, όμως, γεννάται το εύλογο ερώτημα του πώς θα γίνει να κατασκευάζονται 300.000 καινούργια σπίτια κάθε χρόνο, ακόμη κι αν μιλάμε για μια «μεγάλη» χώρα που έχει απείρως περισσότερους πόρους απ’ ό,τι, για παράδειγμα, η Ελλάδα.

Σύμφωνα με τα όσα έχουν εξαγγελθεί από το Ηνωμένο Βασίλειο, οι μεγαλύτερες κατασκευάστριες εταιρίες της Βρετανίας- με προεξάρχουσα, φυσικά, την Barratt Homes που είναι με διαφορά η νούμερο 1- έχουν μπει ήδη στο «παιχνίδι» και σε συνεννόηση με την Ομοσπονδία των Κατασκευαστών έχουν ξεκινήσει από τώρα να υλοποιούν τα πρώτα βήματα του σχεδίου.

Πέραν, όμως, της κατασκευής νέων χώρων, οι Άγγλοι σκοπεύουν να εκμεταλλευτούν στο έπακρο και όλα τα αναξιοποίητα κτήρια αλλά και τις εγκαταστάσεις που βρίσκονται σε αχρησία, μαζί με μεγάλο μέρος των εγκαταλελειμμένων οικημάτων που παραμένουν ανεκμετάλλευτα.

Προφανής στόχος είναι τα συγκεκριμένα κτήρια να γίνουν, χάρη στα βελτιωτικά έργα που θα «μεσολαβήσουν», εκ νέου κατοικήσιμα και να δώσουν τεράστια ανάσα στο ευρύ κοινό, που ειδικά στις μεγαλουπόλεις της Βρετανίας έρχονται αντιμέτωποι με το τέρας της καλπάζουσας ακρίβειας. 

Τα ανωτέρω αποτελούν (δοσμένα σε απλοποιημένη «μορφή», προφανώς) τους άξονες πάνω στους οποίους θα πατήσει η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση του Νησιού προκειμένου να βάλει ένα τέλος- ή, έστω, να περιορίσει- την αδυσώπητη στεγαστική κρίση.

Σ’ αυτό το σημείο, φυσικά, τίθεται το ζήτημα σχετικά με το κατά πόσον κάτι τέτοιο μπορεί να έχει εφαρμογή και στα μέρη μας, που, τηρουμένων των αναλογιών, αντιμετωπίζουμε τις ίδιες δυσκολίες στον τομέα της στέγασης.

Κι όμως, ειδικά στο κομμάτι της εκμετάλλευσης των μη κατοικήσιμων κτηρίων ιδίως η Αθήνα κάνει εύκολα… πρωταθλητισμό: τα «προσφυγικά» στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, συνολικής έκτασης πάνω από 15 στρέμματα, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπως επίσης και οι εκτάσεις του Νοσοκομείου Σωτηρία. Ακόμα, μην ξεχνάμε και τ’ αρκετά «ανενεργά» στρατόπεδα εντός του λεκανοπεδίου της Αττικής, αλλά και τις  πρώην αποθήκες του ΕΟΜΜΕΧ στον δήμο Μοσχάτου-Ταύρου, που θα μπορούσαν κάλλιστα ν’ αποτελέσουν μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για νέες κατοικίες.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα που υψώνει ανάχωμα στις όποιες προσπάθειες είναι η… παρελθοντολαγνεία: πολλοί χώροι στην Αττική- και όχι μόνο- παραμένουν άθικτοι, ως χώροι μνήμης. Έτσι, τους στερείται η ίδια η κοινωνία, αφού θα μπορούσαν να γίνουν κατοικίες και να υπάρξει και αποσυμφόρηση σε περιοχές που έχουν «μπουκώσει», και να δημιουργηθούν νέα σημεία ενδιαφέροντος στην πόλη με επενδυτικά επακόλουθα, όπως π.χ. εστίαση.

Πάντως, ένα πρώτο βήμα έχει γίνει ήδη στην πρωτεύουσα με τον θεσμό της κοινωνικής αντιπαροχής: το κράτος δεσμεύτηκε να διαθέσει την τρέχουσα δεκαετία 2.500 ακίνητα σε 5.000 νέους 18 ως 39 ετών με πολύ χαμηλό ή μηδενικό ενοίκιο, εφόσον υπάρχει πρόθεση σε βάθος χρόνου να γίνει αγορά από τους ενοίκους, στη λογική του “rent to own”. Το πλάνο θα ξεκινήσει με την αναδοχή οικοπέδων σε διάφορα σημεία στην Αθήνα, τα οποία θα ανοικοδομηθούν και στη συνέχεια θα παραδοθούν οι κατοικίες. Κάποιες προς εμπορική χρήση, άλλες προς διαμονή.

Τα οικόπεδα έχουν εντοπιστεί σε Κηφισιά (11 στρέμματα), Μαρούσι (1,2 στρέμματα), Παιανία (20 στρέμματα), Λάρισα (40 στρέμματα), Ξάνθη (28 στρέμματα), Βόλο (74 στρέμματα), Χαλκιδική (42 στρέμματα), Αρτα (39 στρέμματα), Αγρίνιο (16,5 στρέμματα) και Σέρρες (12,5 στρέμματα). Για την παραχώρηση του κάθε διαμερίσματος, θα υπάρχει εξ αρχής ορισμένο από την προκήρυξη το διάστημα στο οποίο θα δύνανται να μείνουν, ενώ η ανάδοχος κατασκευαστική θα έχει ποσοστό εκμετάλλευσης που θα κυμαίνεται μεταξύ 30 και 60%.

Το αγγλικό μοντέλο, λοιπόν, μπορεί να εφαρμοστεί, με κάποιες τροποποιήσεις, και στα μέρη μας, δίνοντας βαθιά ανάσα στο στεγαστικό ζήτημα, το οποίο με την πάροδο των ετών έχει γιγαντωθεί κι έχει εξελιχθεί σε δυσεπίλυτο γρίφο- ου μην και άλυτο.

Ωστόσο, οι (πολλές) περιπτώσεις «μνημείων» εθνοπατριωτικού, θρησκευτικού ή αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος που επιλέγεται να μένουν σε αχρησία και να φθείρονται ολοένα και περισσότερο, πρέπει να εκλείψουν, γιατί το ήδη γκρίζο αύριο παίρνει ολοένα και πιο σκούρες νότες.

Η Βρετανία έδειξε τον δρόμο.

Στο χέρι μας είναι να μην «παραστρατήσουμε»…