Είναι το απόλυτο παράδοξο, τρόπον τινά, του κορωνοϊού στην Ελλάδα: στις αρχές Οκτώβρη είχε καταφέρει να εξαλείψει, σχεδόν, τον ιό, καθώς είχε καταγράψει το ιστορικό χαμηλό των μόλις 2 κρουσμάτων στην Περιφερειακή της Ενότητα.
Σε λιγότερο από έναν μήνα, ωστόσο, η κατάσταση πήγε από το κακό στο χειρότερο κι από κει στο τρομακτικό χείριστο, με την πόλη να «γεμίζει» κρούσματα και την κατάσταση να γίνεται δραματική.
Ο λόγος, φυσικά, για την Θεσσαλονίκη. Η συμπρωτεύουσα μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα πήγε από ζενίθ στο ναδίρ, φτάνοντας στο τρίτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου να γεμίσει όλες τις διαθέσιμες κλίνες ΜΕΘ και ωθώντας την κυβέρνηση στην επίταξη ιδιωτικών κλινικών. Ο αριθμός των καθημερινών κρουσμάτων της, δε, παραμένει υψηλότατος, παρά το γεγονός πως μπήκε σε καθολικό lockdown νωρίτερα από την Αττική και την υπόλοιπη Ελλάδα.
Φυσικά, το μεγάλο ερώτημα ήταν ένα: πώς στο καλό η Θεσσαλονίκη… κατρακύλησε τόσο γρήγορα;
Πώς γίνεται από κει που ήταν υπόδειγμα σε ό,τι έχει να κάνει με την αντιμετώπιση του Covid-19 να «βούλιαξε» στα κρούσματα και να έφτασε- ή και να ξεπέρασε…- τα όρια αντοχής του εθνικού συστήματος υγείας στην Βόρειο Ελλάδα;
Αρκετοί έσπευσαν να βρουν την εξήγηση, με μεγάλη μερίδα του κόσμου να ισχυρίζεται πως για την «έκρηξη» κρουσμάτων ευθύνεται εν πολλοίς το γεγονός πως στην Θεσσαλονίκη ο καιρός είναι πιο κρύος απ’ ό,τι, φερ’ ειπείν, στην Αθήνα- γι’ αυτό ανέβηκαν όλα τα νούμερα (κρούσματα, θάνατοι, διασωλημωνένοι), καθώς ο ιός μεταδίδεται απείρως πιο εύκολα σε χαμηλές θερμοκρασίες.
Σωστά; Ολότελα λάθος: όπως εξηγεί ο καθηγητής πνευμονολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και διακεκριμένος εντατικολόγος, ο κ. Ιωάννης Στανόπουλος, η θερμοκρασία δεν παίζει σχεδόν κανέναν ρόλο στη μεταδοτικότητα του ιού, καθώς επηρεάζει απειροελάχιστα τον κορωνοϊό.
Πιο συγκεκριμένα, ο καθηγητής έγραψε στον προσωπικό του λογαριασμό στο facebook τα εξής: