Είναι το ζήτημα που συζητείται περισσότερο από κάθε τι άλλο τους τελευταίους (πολλούς- σε βαθμό κουραστικού κακουργήματος- είναι η αλήθεια) μήνες. Θα λέγαμε πως, κατά κακόγουστη αναλογία, έχει «κατακτήσει» τη χώρα με τους ρυθμούς που την κατακτά η μετάλλαξη Δέλτα, η οποία λίαν συντόμως θα βρίσκεται από γαλανόλευκη άκρη σ’ άκρη.
Αναφερόμαστε, φυσικά, στη μεγάλη, αέναη «κόντρα» για το εμβόλιο: οι μεν, οι υπέρ του εμβολίου, τονίζουν την ανάγκη να εμβολιαστεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού χρησιμοποιώντας λογικά επιχειρήματα και ακούγοντας τις συμβουλές των ειδικών, οι δε, οι αρνητές, ρέπουν επικίνδυνα προς την πλευρά του ψεκασμού και δε θέλουν ούτε καν ν’ ακούν για τις «βελόνες του διαβόλου», οι οποίες είναι εδώ για να τους υποδουλώσουν, να τους κάνουν υποχείριο των κυβερνήσεων και ούτω παράλογω καθεξής.
Το μεγάλο debate- που δυστυχώς έχει στο επίκεντρό του τη δημόσια υγεία- είναι το αν και κατά πόσον θα επηρεάσει το ζην (το «ευ» σε περίοδο πανδημίας έχει πάει περίπατο) του συνόλου η πεισματική άρνηση μεγάλης μερίδας του κόσμου να εμβολιαστεί. Η χώρα μας, άλλωστε, βρίσκεται αρκετά χαμηλά στους εμβολιασμούς, παρά τα όσα ακούγονται ή γράφονται.
Απ’ ό,τι φαίνεται και απ’ ό,τι λένε οι επιστήμονες, οι αρνητές μπορούν να εξελιχθούν (αν δεν είναι ήδη…) σε μεγάλη «πληγή» σε ό,τι έχει να κάνει με τη μετάδοση του ιού και τη διασπορά του κυρίως στις ευπαθείς ομάδες, ιδίως από την στιγμή που η μετάλλαξη Δέλτα έχει… ξεφύγει.
Το πλάνο του μαζικού εμβολιασμού πριν χειροτερέψουν τα πράγματα απέτυχε (πρωτίστως λόγω του «δεν πρόκειται να το κάνω με τίποτα!» πολλών πολιτών), μια και μην ξεχνάμε πως για ν’ αποκτήσει κανείς ανοσία και πλήρη προστασία απαιτούνται 21 (Pfizer) ή 28 (Moderna) ή 60+ (AstraZeneca) + 14 ημέρες, καθώς αυτή ξεκινά δύο εβδομάδες μετά τη δεύτερη δόση. Στην περίπτωση του μονοδοσικού J & J και πάλι θέλουμε ένα δεκαπενθήμερο.
Επομένως, και με δεδομένο πως βρισκόμαστε ήδη στις αρχές του 4ου κύματος (όπως μαρτυρά και η τρομακτική εκτόξευση των ημερήσιων κρουσμάτων), μαζική ανοσία δεν υπάρχει.
Αυτή μπορεί, ωστόσο, να επιτευχθεί με έναν συνδυασμό εμβολιασμένων και νοσούντων, όπως περιέγραψε προ ημερών και ο καθηγητής Σύψας. Από το φθινόπωρο και μετά οι ανεμβολίαστοι αναμένεται να «κολλάνε» με ταχύτατους ρυθμούς (και, δυστυχώς, να νοσούν ακόμα και σοβαρά οι πιο εξασθενημένοι οργανισμοί), κάτι που σημαίνει πως θ’ αποκτηθεί φυσική ανοσία- τουλάχιστον για ένα μέρος του συνολικού πληθυσμού.
Μάλιστα, το απόγευμα της Τετάρτης έγινε μια εξαιρετικά φιλότιμη και βλακώδης προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς μυριάδες αντιεμβολιαστές συγκεντρώθηκαν σε Σύνταγμα και Ομόνοια και διαδήλωσαν κατά του… «εμβολίου-φόλα».
Φυσικά, κανένα στοιχειώδες μέτρο προστασίας δεν πάρθηκε (ας πούμε μάσκες ή αποστάσεις…), κάτι που αποτελεί ανεπιθύμητο βούτυρο στο άγευστο ψωμί του κορωνοϊού, που μάλλον έστησε πάρτι κρουσμάτων εχθές.
Ναι, ναι- ξέρουμε: «Γιατί δε λες ρε menshouse για την συγκέντρωση για τον Φύσσα και τη δίκη της Χρυσής Αυγής, εκεί που ήταν δεκαπλάσιος κόσμος;» και ούτω καθεξής. Αφενός τότε δεν υπήρχε μετάλλαξη Δέλτα (αλλά ένα στέλεχος κατά 60-70% λιγότερο μεταδοτικό), αφετέρου άπαντες φορούσαν μάσκες.
Σημαίνει αυτό πως τότε δεν είχε διασπαρεί ο ιός; Σε καμία περίπτωση. Απλά το ρίσκο και οι πιθανότητες εκείνης της (πράγματι μαζικότατης) συγκέντρωσης ήταν πολύ μικρότερο απ’ ό,τι το αντίστοιχο χθεσινό. Αφήστε που το διακύβευμα ήταν η δίκη ενός ναζιστικού μορφώματος και η απονομή δικαιοσύνης και όχι η πρωτοφανής χαζομάρα μερικών, όπως των αντιεμβολιαστών.
Όπως και να ‘χει, λοιπόν, ο «υποχρεωτικός εμβολιασμός» των αρνητών ξεκίνησε, έστω και σχεδόν εν (αχαρακτήριστη) αγνοία των ιδίων.
Ας ελπίσουμε, για το καλό όλων, πως οι παρενέργειες του δικού τους «εμβολίου» θα είναι εξαιρετικά πιο ήπιες από τον πυρετό 24 ωρών των κανονικών σκευασμάτων και ότι δε θα νοσήσει σοβαρά κανείς τους.
Μπορεί αυτή η άτυπη κόντρα να επιτάσσει τον διαχωρισμό σε στρατόπεδα, όμως σ’ αυτή την ατελεύτητη, κατά πώς φαίνεται, μάχη κατά του καταραμένου του κορωνοϊού δεν περισσεύει κανείς.
Κανείς.