Η φράση «μετάλλαξη του ιού» προκαλεί από μόνη της συνειρμικά φόβο για απρόβλεπτες και αφύσικες αλλαγές.
Ωστόσο η μετεξέλιξη είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα για έναν ιό και κάποιες φορές οδηγεί και στην αποδυνάμωσή του. Οι παραλλαγές αποτελούν φυσικό κομμάτι του κύκλου ζωής των ιών και μπορούν να συνεισφέρουν στην καλύτερη κατανόησή μας για τις αναδυόμενες επιδημίες.
Από την εποχή της εμφάνισής του, ο SARS-Cov-2, όπως όλοι οι RNA ιοί, άρχισε να μεταλλάσσεται. Οι μεταλλάξεις αυτές οδήγησαν στην εμφάνιση χιλιάδων διαφορετικών παραλλαγών του, που κυκλοφορούν από τότε σε ολόκληρο τον πλανήτη. Η συντριπτική πλειονότητά τους θεωρούνται ασήμαντες, ενώ κάποιες στρέφονται και εναντίον του ίδιου του ιού.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) έχει καθιερώσει τρεις διαφορετικές ορολογίες για το χαρακτηρισμό συγκεκριμένων παραλλαγών, προκειμένου να ιεραρχεί και να καθοδηγεί την παγκόσμια κοινότητα στην επιτήρηση της πανδημίας COVID-19. Σχεδόν όλες οι μεταλλάξεις που γνωρίζουμε εμείς, η κοινή γνώμη δηλαδή, εντάσσονται στην κατηγορία «παραλλαγές ειδικού ενδιαφέροντος» (Variants of Concern, VOC). Είναι οι παραλλαγές με τις πιο ανησυχητικές δυνητικά μεταλλάξεις και ως εκ τούτου παρακολουθούνται στενότερα.
Σε αυτή την κατηγορία έχουν συμπεριληφθεί η βρετανική μετάλλαξη Β.1.1.7. («Άλφα»), η νοτιοαφρικανική Β.1351 («Βήτα»), η βραζιλιάνικη P.1 («Γάμα») και η ινδική Β.1.617, η οποία έχει εντοπιστεί σε δύο βασικές παραλλαγές: αυτές ονομάστηκαν «Δέλτα» και «Κάππα».
Ως γνωστόν η «Δέλτα» έχει γίνει το επικρατούν παγκόσμιο στέλεχος λόγω της πολύ μεγαλύτερης μεταδοτικότητάς του.
Ο ΠΟΥ έχει καθιερώσει προληπτικά και το χαρακτηρισμό «ιδιαίτερα ανησυχητικές παραλλαγές», που χαρακτηρίζουν στελέχη πιο δύσκολα στον εντοπισμό, πιο μολυσματικά και πιο ανθεκτικά σε εμβόλια και θεραπεία. Ευτυχώς σε αυτή την ομάδα δεν έχει καταταχθεί ακόμα καμιά παραλλαγή.
Θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο στο άμεσο μέλλον; Κανείς επιστήμονας δεν το έχει αποκλείσει, ωστόσο ο μεγαλύτερος φόβος για την ώρα είναι ένα στέλεχος με την ικανότητα που έχουν οι «Βήτα» και «Γάμα» στη μεγαλύτερη αποφυγή προϋπάρχουσας ανοσίας και την ικανότητα της «Δέλτα» στη μεταδοτικότητα. «Είναι ο λόγος που χάνουν τον ύπνο τους οι εξελικτικοί ιολόγοι ανά τον πλανήτη», έγραψε χαρακτηριστικά στη σελίδα του στο Facebook ο διδάκτωρ μοριακής βιολογίας του πανεπιστημίου του Τορόντο Γιάννης Πρασσάς, ο οποίος διακρίνεται για τις λεπτομερείς και διαφωτιστικές παρεμβάσεις του στα social media σχεδόν από το ξεκίνημα της πανδημίας.
Σύμφωνα με τον Έλληνα καθηγητή, ο μεγάλος φόβος για τις χώρες που είναι πίσω στους εμβολιασμούς είναι τα στελέχη της κατηγορίας «Δέλτα», ενώ για αυτές που ο εμβολιασμός έχει «τρέξει» (όπως π.χ. στη Δύση) ο αντίστοιχος είναι τα στελέχη της κατηγορίας Βήτα/Γάμα, διότι αυτά είναι πιο ανοσοαποδραστικά.
Ο δρ. Πρασσάς επιχειρεί και μια μίνι ανάλυση στην επίδραση που θα έχει ο Sars-CoV-2 αφότου πάψει να είναι πανδημικός και στο ποια μέτρα θα πρέπει να ληφθούν ώστε αυτή να μειωθεί. Όταν πιάσουμε μεγάλα επίπεδα πληθυσμιακής ανοσίας η εξελικτική πίεση για νέα στελέχη θα ευνοεί περισσότερο (απ’ ότι τώρα) τη σχολή Βήτα/Γάμα, δηλαδή την εμφάνιση στελεχών που υπεκφεύγουν καλύτερα της προϋπάρχουσας ανοσίας (higher potential for antigenic drift). Ταυτόχρονα όμως θα εξελίσσονται και τα αμυντικά μας συστήματα (μέσω διαδοχικών immunoboosting events) και έτσι θα καταλήξουμε σε μια ετήσια μάχη των αμυντικών μας συστημάτων με τα επικρατούντα ενδημικά στελέχη (όπως γίνεται με τη γρίπη).
Δεδομένου ότι ο Sars-CoV-2 είναι πολύ πιο μεταδοτικός από τον ιό της γρίπης, ο Έλληνας ερευνητής προβλέπει ότι θα μολύνεται ετησίως ένα 20-30% του παγκόσμιου πληθυσμού, από τη στιγμή που με γρίπη επαναμολύνεται κάθε χρόνο ένα 10%-15% του πληθυσμού. Θεωρεί ότι αν δεν επικρατήσουν στελέχη της κατηγορίας Βήτα/Γάμα και αν οι ευπαθείς ομάδες και τα άτομα μεγάλης ηλικίας κάνουν εμβολιαστικά boosters, η συνολική θνητότητα του κορωνοϊού θα φθίνει, με πιθανό ενδεχόμενο να γίνει ακόμα μικρότερη και από την αντίστοιχη της γρίπης.
Όπως και να ‘χει όμως ο νέος κορωνοϊός θα εξελιχθεί σε ένα επιβαρυντικό παράγοντα για τη δημόσια υγεία και όχι μόνο. «Ακόμη και στο καλύτερο σενάριο», αναφέρει ο δρ. Πρασσάς «θα είναι ένας σημαντικός ΕΞΤΡΑ ενδημικός βραχνάς που θα έρθει να προστεθεί στο ήδη τεράστιο κόστος (υγειονομικό-οικονομικό) της ανοιχτής συμβίωσης μας με τους ιούς».
Και καταλήγοντας, χαρακτηρίζει ως υψίστης αξίας τρία μέτρα για την αντιμετώπιση των ιών.
- Συνολική Αναβάθμιση του ΕΣΥ (αύξηση capacity workforce και functionality)
- Ανανέωση εξαερισμών σε ΜΜΜ και δημόσιους χώρους (σχολεία, νοσοκομεία, υπηρεσίες).
- Επένδυση σε συνολικότερη παιδεία σχετικά με την αξία της δημόσιας υγείας από το σχολείο.
Για να λειτουργήσουν όλα αυτά βέβαια προαπαιτούμενο, όπως αφήνει ξεκάθαρα να εννοηθεί ο Έλληνας επιστήμονας, είναι η ικανοποιητική εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού. Προφανώς και η αποφυγή ενός κακού σεναρίου, όπως η εμφάνιση μιας «ιδιαίτερα ανησυχητικής παραλλαγής».