Επιμένει και μετά τη νοσηλεία: Το σύμπτωμα του κορωνοϊού που χτυπάει καμπανάκι και δεν πρέπει να το αγνοήσεις

Η πανδημία, δυστυχώς, συνεχίζει το δυσάρεστο «έργο» της...

Είναι σα να βρισκόμαστε μέσα σε μία συνεχή… λούπα, η οποία παίζει ξανά και ξανά και ξανά το ίδιο αποκρουστικό έργο και μας αναγκάζει να λέμε μετά βδελυγμίας «όχι πάλι»: η πανδημία του κορωνοϊού συνεχίζει απρόσκοπτη την επέλασή της ανά τον κόσμο, με την μετάλλαξη του Κένταυρου να ετοιμάζεται να πάρει τα ηνία. 

Το ευχάριστο μετά από μία τριετία, σχεδόν, συνεχούς κοινωνικής «πάλης» με τον ιό είναι πως από την Όμικρον (και τις υποπαραλλαγές Όμικρον 4-5) κι έπειτα ο covid δεν είναι τόσο επιθετικός και μπορεί να νοσούν άπαντες- εμβολιασμένοι και ανεμβολίαστοι- με τα ίδια πλέον «χαρακτηριστικά» (υψηλός πυρετός, πόνος στις αρθρώσεις και ούτω καθεξής), ωστόσο ποσοστιαία λιγότερα άτομα οδηγούνται στο νοσοκομείο και, αντιστοίχως, λιγότεροι νοσούν σοβαρά.

Το δυσάρεστο, φυσικά, είναι πως πρόκειται για μεταλλάξεις εξαιρετικά πιο μεταδοτικές, με αποτέλεσμα πολύς περισσότερος κόσμος να κολλάει, κάτι που σημαίνει πως σε απόλυτα νούμερα έχουμε πιο πολλά κρούσματα και, μοιραία, θανάτους.

Ένα από τα βασικά ζητήματα που απασχολούν τους εμπειρογνώμονες και τους επιστήμονες είναι τα λεγόμενα “Post-covid effects”- τα συμπτώματα που επιμένουν, δηλαδή, να υπάρχουν ακόμα και αφότου κάποιος έχει περάσει (βαριά) την ασθένεια και την έχει αφήσει πίσω του οριστικά, ή, τουλάχιστον, έτσι νομίζει.

Κι αυτό γιατί σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Gothenburg και του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Sahlgrenska που δημοσιεύθηκε στο Scientific Reports υπάρχει ένα πολύ συγκεκριμένο σύμπτωμα το οποίο σε ακολουθεί ακόμα κι αν έχειες νοσηλευτεί κι έχεις αναρρώσει και «επισήμως»;

Ποιο είναι αυτό;

Η κόπωση. Πιο συγκεκριμένα, οι ασθενείς που συμμετείχαν στην έρευνα ήταν κυρίως άνδρες και η πλειοψηφία αυτών είχε χρειαστεί μηχανική υποστήριξη αναπνοής κατά την παραμονή τους στη ΜΕΘ, ενώ για ένα μικρό αριθμό ασθενών η παροχή οξυγόνου ήταν επαρκής μέθοδος αντιμετώπισης.

Τα αποτελέσματα της έρευνας ήταν κάτι παραπάνω από ξεκάθαρα:

  • Το 22,8% (24 άτομα) δήλωσαν ότι δεν είχαν ποτέ ή πολύ σποραδικά την ενέργεια να επιτελέσουν λειτουργίες της καθημερινής ζωής.
  • Το 20% (21 άτομα) δήλωσαν ότι πάντα ή συχνά δυσκολεύονταν να ξεκινήσουν νέες δραστηριότητες.
  • Το 19% (20 άτομα) δήλωσαν ότι συχνά ή πάντα ένιωθαν νοητικά «άδειοι» ή εξαντλημένοι
  • Οι 70 από τους 104, το 67,3% ανέφεραν ότι ένιωθαν σωματική κόπωση

Η κούραση ήταν, επομένως, κάτι παραπάνω από αισθητή σε όλους αυτούς τους βαριά νοσούντες, οι οποίοι ακόμα και τώρα, μετά από τόσο καιρό, είτε εξακολουθούν να μην βρίσκουν την ενέργεια να κάνουν πράγματα που έκαναν με χαρακτηριστική άνεση στο παρελθόν είτε έχουν πολύ λιγότερη… βενζίνη στο ενεργειακό τους ρεζερβουάρ.

Το αξιοπερίεργο, τρόπον τινά, της έρευνας είναι η διαπίστωση ότι οι μεγαλύτερης ηλικίας ασθενείς δήλωναν λιγότερη κούραση σε σύγκριση με τους νεότερους (ο μέσος όρος ηλικίας των συμμετεχόντων ήταν 58,2 έτη και 29 ασθενείς ήταν άνω των 65 ετών).

Αυτό το πόρισμα έρχεται να επιβεβαιώσει πως κανείς δεν είναι άτρωτος απέναντι στον ιό και ότι ανεξαρτήτου ηλικίας όλοι οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί- χωρίς πανικό, φυσικά, αλλά να μην προσποιούμαστε ότι τα πάντα είναι καλά και πως ξεμπερδέψαμε οριστικά και αμετάκλητα με την πανδημία.

Δεν ξεμπερδέψαμε. Ακόμα.

Αλλά ξέρετε κάτι;

Θα ξεμπερδέψουμε…