Ευσταλής. Αγέρωχος. Με βλέμμα που μπορεί να τρυπήσει 6 στρώματα αρραγούς τσιμέντου, το οποίο επικαλύπτεται από 4 τόνους ατσαλιού. Το ύφος του υπαινίσσεται κάτι του στυλ «Εφιάλτης, ε; Θα σας δείξω τώρα εγώ, θα δείτε τι θα πάθετε…».
Κάνει ένα βήμα. Αλαλαγμοί. Δεύτερο πάνω στην εξέδρα. Παράνοια. Τρίτο. Ανεξέλεγκτος χαμός. Έπειτα χαιρετά το πλήθος, παίρνει θέση πίσω από τα μικρόφωνα, μειδιά, καθαρίζει το λαιμό του και υπό τον «μελίρρυτο» ήχο από χιλιάδες ντουντούκες, ετοιμάζεται να κατατροπώσει την κυβέρνηση.
Άλλωστε, γι’ αυτό το λόγο ανελίχθηκε στη γαλάζια ιεραρχία και διαδέχθηκε στη θέση του προέδρου του κόμματος- πριν μερικούς μήνες- τον Ευάγγελο Αβέρωφ, ο οποίος μετρούσε ήδη δύο σημαντικές ήττες από το βασικό του αντίπαλο (δημοτικές εκλογές 1982 και ευρωεκλογές 1984).
Ο «Ψηλός» μπορεί να μην κέρδιζε ποτέ το μεγάλο βραβείο στο διαγωνισμό της πιο γλυκιάς και συμπαθούς φατσούλας (για να είμαστε ακριβείς, δεν ήταν ιδιαίτερα αγαπητός ούτε στους συνεργάτες του…), όμως είχε ψήσει τον κόσμο πως ήταν ο μόνος που μπορούσε να βάλει φρένο στην ξέφρενη πορεία του τότε πρωθυπουργού.
Προτάσσοντας το νεοφιλελεύθερο οικονομικό και πολιτικό του σχέδιο, το νο1 της Ρηγίλλης ήταν έτοιμο να παίξει μεγάλη μπάλα και να οδηγήσει εκ νέου τη Νέα Δημοκρατία στη γη της εκλογικής Επαγγελίας: στη νίκη.
Όταν, λοιπόν, το Μάιο του 1985 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είδε τη γαλάζια λαοθάλασσα να πάλλεται σαν μια «λυσσασμένη» καρδιά στο Σύνταγμα, αισθάνθηκε πως θα μπορούσε πράγματι να είναι ο νικητής των εκλογών της 2ας Ιουνίου.
Άλλωστε, από κάτω του βρίσκονταν περισσότεροι από 800.000 άνθρωποι, που ούρλιαζαν μέχρι να παραδώσουν πνεύμα οι φωνητικές του χορδές «Να ’τος, Να ’τος ο πρωθυπουργός!», κι αυτό ήταν κάτι που ενίσχυε την πεποίθησή του πως θα έκοβε πρώτος το νήμα. Μόνο που…
Μόνο που δεν υπολόγιζε εκείνον.
Δεν υπολόγιζε τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Πόλωση σκέτη πώρωση
Πίσω στα λατρεμένα (για πολλούς και διάφορους λόγους) 80s, ο δικομματισμός το ’χε τερματίσει εντέχνως, με το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία να μονοπωλούν τα φώτα της πολιτικής σκηνής, αφήνοντας κάτι ψίχουλα για τα δύο ΚΚΕ (του Φλωράκη και του Κύρκου).
Τα πράσινα και τα γαλάζια καφενεία γνώριζαν μέρες απερίγραπτης δόξης, τα οικογενειακά τραπέζια ήταν εξαιρετικά άβολα καθώς, φερ’ ειπείν, το σόι του μπαμπά ήταν ανίατες περιπτώσεις ΠΑΣΟΚων, την στιγμή που αυτό της μαμάς αποτελούνταν από άρρωστους Νεοδημοκράτες, το μίσος των μεν για τους δε και τούμπαλιν άνθιζε και έρρεε σε κατάμαυρα ποτάμια και, γενικά, δεν ξέρουμε αν το προσέξατε, ήμασταν μια ωραία ατμόσφαιρα- ήμασταν.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η συσπείρωση και η πόλωση στα δύο μεγάλα κόμματα έκαναν μέρα με τη μέρα νέο ατομικό ρεκόρ, με τον Ανδρέα να παίζει το χαρτί του φόβου της επιστροφής του Κατεστημένου στην εξουσία (της «Αδέξιας Δεξιάς», όπως, ευφυώς, την είχε χαρακτηρίσει), την στιγμή που ο Μητσοτάκης κατηγορούσε το ΠΑΣΟΚ, λέγοντας πως στόχος του ήταν να εγκαταστήσει ένα καθεστώς τύπου Φιντέλ Κάστρο ή Μουαμάρ Καντάφι στην Ελλάδα.
Μέσα σε αυτό το υγιώς ανθυγιεινό κλίμα, οι δύο παρατάξεις προσπαθούσαν να ρίξουν το τελειωτικό χτύπημα η μία στην άλλη, φτάνοντας στο σημείο η μεν «Αυριανή» να δημοσιεύσει φωτογραφία του Μητσοτάκη που ήταν αγκαλιά με Γερμανούς ναζί, ο δε «Ελεύθερος Τύπος» να έχει συνέντευξη της πρώτης γυναίκας του Παπανδρέου, η οποία ισχυριζόταν πως ο πρώην άντρας της ήταν εντελώς ανεύθυνος κι επικίνδυνος, ενώ υπέφερε από διάφορα ψυχικά τραύματα.
Κάπως έτσι, το όλο πράγμα πήγαινε προς την εκκωφαντική του κορύφωση: τις εκλογές της 2 Ιουνίου, εκεί που είτε θα συνέχιζε στην κυβέρνηση το «Κόμμα της Αλλαγής»- όπως αυτοαποκαλείτο το ΠΑΣΟΚ- είτε θα επέστρεφε στο τιμόνι της χώρας, μετά από μια τετραετή παρένθεση, η ΝΔ.
Πριν αναλάβει τα ηνία της Νέας Δημοκρατίας ο Μητσοτάκης- τον οποίον, ειρήσθω εν παρόδω, δεν άντεχε να βλέπει ούτε ζωγραφιστό ο ιδρυτής του κόμματος Κωνσταντίνος Καραμανλής-, το συγκεκριμένο «ματς» θα έληγε πολλά με λίγα.
Πλέον, όμως, ήταν ντέρμπι.
Σχεδόν.
Πιάσε με, αν μπορείς
Θα μπορούσε να είναι ρετρό ιστορία απολεσθέντος πολιτικού ρομαντισμού: η λέξη «ίντερνετ» πίσω στο 1985 ήταν εξίσου άγνωστη με το «διπούτσα» (googlάρετέ το, τώρα έχουμε ίντερνετ- δεν είναι αυτό που φαντάζεστε…), laptops, tablets και smartphones αποτελούσαν αποκύημα της τεχνολογικής φαντασίας κι έτσι δεν μπορούσε κανείς να «σκοτωθεί», μέχρι να στάξει αίμα το πληκτρολόγιο, στα σχόλια κάτω από κάποιο ποστάρισμα στο Facebook. Οι δε δημοσκοπήσεις ήταν σαφώς λιγότερες απ’ ό,τι σήμερα και δημοσιεύονταν στις εφημερίδες με σχετική καθυστέρηση από τη μέρα που γίνονταν.
Ωστόσο, υπήρχε ένα σχεδόν αλάθητο κριτήριο- ο δρόμος, οι πλατείες, οι συγκεντρώσεις πριν από κάθε εκλογική μάχη. Και αυτή του 1985 έμεινε στην ιστορία.
Το πρώτο χτύπημα το είχε καταφέρει στις 25 του Μάη ο Παπανδρέου στη Θεσσαλονίκη. Ο- έμπειρος πια- «κάτοικος» του πρωθυπουργικού θώκου μάζεψε ένα αλαλάζον πράσινο πλήθος στην συμπρωτεύουσα, φτάνοντας στο σημείο να πει πως «Ποτέ στην πολιτική μου ζωή δεν είδα τέτοια συγκέντρωση!»
Στη συνέχεια «απάντησε» ο Μητσοτάκης στο Σύνταγμα, εκεί όπου οι εκτιμήσεις έκαναν λόγο για περίπου 1 εκατομμύριο κόσμου, συν/ πλην μερικές χιλιάδες, και που έδωσαν την αίσθηση πως ίσως ο «Ψηλός» να είχε κάνει το κόλπο-γκρόσο και να είχε πράγματι ρεαλιστικές ελπίδες να κυβερνήσει.
Έμενε μια τελευταία ζαριά για τον Ανδρέα- για να κάνει επίδειξη δύναμης ή για να μετρήσει, έστω, το πού ακριβώς κινείτο το νούμερο των πιστών του, οι οποίοι τον έβλεπαν σαν κράμα Μικ Τζάγκερ, Μάικλ Τζάκσον και Τζον Λένον μαζί, στην προνομιακή συσκευασία του ενός.
Άπαντες, λοιπόν, είχαν κυκλώσει με κόκκινο στυλό μία ημερομηνία: 31/5/1985. Τότε θα δινόταν η απάντηση: γαλάζιο ή πράσινο; Μητσοτάκης ή Παπανδρέου; Νέα Δημοκρατία ή ΠΑΣΟΚ;
Αυτό που ακολούθησε, δε θα μπορούσε να το ’χει μαντέψει ούτε ο Μάντης Κάλχας όταν είχε μασήσει λίγο από το «πράγμα» της Πυθίας.
Γιατί;
Πολύ απλά γιατί ξεπέρασε κάθε φαντασία.
«Ανδρέα, κερδίσαμε»
Ο συγκεντρωσιάρχης Κίμωνας Κουλούρης βάζει, ενδεχομένως, τις τελευταίες πινελιές eyeliner προκειμένου να μην τον ματιάσει κανείς κι έπειτα αρχίζει να ουρλιάζει στο μικρόφωνο για τον «Εγγυητή της σταθερότητας», τον «Σίγουρο νικητή της Κυριακής», τον «Πρωθυπουργό της Ελλάδας!», δίνοντας πάσα στον αρχηγό του κυβερνώντος κόμματος να βγει στην σκηνή και να γίνει από κάτω το πιο γνωστό κάγκελο στα χρονικά της σιδηρουργικής τέχνης.
Το πλήθος χάνει αυθωρεί τα λογικά του και δεν μπαίνει καν στη διαδικασία του “Silver Alert: Χάσαμε τα λογικά μας- Μπορείτε να βοηθήσετε;”, o Ανδρέας αρχίζει να καθαρίζει αόρατα τζάμια χαιρετώντας με το γνωστό του στυλ ενόσω, καταφανέστατα, το διασκεδάζει, και η Αθήνα δίνει την αίσθηση πως δονείται σύσσωμη στο ρυθμό ενός σοσιαλιστικού σεισμού («Σεισμός, σεισμός, σοσιαλισμός!»).
Ο Παπανδρέου φροντίζει από πάρα πολύ νωρίς να καταστήσει σαφές πως σοβεί ο κίνδυνος της επιστροφής του Κατεστημένου, καθώς μετά από σκάρτα 10 δεύτερα αρχίζει τους λεκτικούς πυροβολισμούς περί Δεξξξιάς- τους οποίους, πάντως, εκτοξεύει και στ’ αριστερά.
Στο άκουσμα της τρισκατάρατης, για τους ΠΑΣΟΚους, λέξης, ηχεί για πρώτη φορά το (χονδροειδέστατο, είναι η αλήθεια) «Στις 2 του Ιούνη, πεθαίνει το γουρούνι!», το οποίο αναφέρεται, φυσικά, στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Έπεται μια κρίση συλλογικής ευφυΐας («Καλύτερα παπάκι παρά τον Μητσοτάκη!», μιας και το αντίπαλο δέος είχε τάξει φθηνότερα Ι.Χ. σε περίπτωση που εκλεγεί) και μετά αναλαμβάνει δράση ο μετρ των συγκεντρώσεων, αυτή η έμβια διαβόλου κάλτσα που ακούει στο όνομα «Κώστας Λαλιώτης».
Ο υπεύθυνος επικοινωνίας του ΠΑΣΟΚ έχει στήσει όλη την καμπάνια πάνω σ’ ένα κοριτσάκι. Είναι η «Αλλαγούλα», η οποία πρωταγωνιστεί στις προεκλογικές αφίσες της κυβέρνησης και συμβολίζει τη διαφορετικότητα του Κινήματος εν συγκρίσει με το βασικό του αντίπαλο, ο οποίος (κατηγορείται ότι) θέλει να φέρει ξανά στο προσκήνιο «το παλιό».
Στο τέλος της ομιλίας του, σπάνιου ρήτορα, Ανδρέα, η «Αλλαγή» ανεβαίνει στην σκηνή (έχοντάς τα ξεκάθαρα χαμένα- ξέρετε, δα, γιατί: οι αλλαγές θέλουν τον χρόνο τους…), ο πρωθυπουργός την παίρνει αγκαλιά και, για να δανειστούμε τη ρήση ενός σύγχρονου Έλληνα φιλοσόφου, «Άντε γεια!».
Το κοντέρ θα γράψει κάτι μεταξύ 1.200.000 και 1.5 εκατομμυρίου κόσμου και θα χαρακτηριστεί, δικαίως, ως η μεγαλύτερη προεκλογική συγκέντρωση της μεταπολίτευσης, ξεπερνώντας ακόμα κι εκείνη του 1981 στο Σύνταγμα (και πάλι από το ΠΑΣΟΚ).
Όταν, αρκετές ώρες αργότερα, τα φώτα σβήσουν και το πλήθος διαλυθεί όχι-και-τόσο-ησύχως, ένα πράγμα είναι σίγουρο: ποιος θα είναι ο νικητής της Κυριακής.
Ποιος;
Αυτός, 1-0.
Μπορεί να υπάρξουν καλύτερες εποχές, αλλά αυτή εδώ είναι η δική μας
Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα: 45.82%. Νέα Δημοκρατία 40.85%. ΚΚΕ 9.89%. Παρά την, στατιστικά αποδεδειγμένη, καλή δουλειά που είχε κάνει ο Μητσοτάκης ανεβάζοντας κατά 5 ολόκληρες μονάδες, εν συγκρίσει με μια τετραετία πριν, τα ποσοστά της ΝΔ, το να σταματήσεις τον Παπανδρέου στα 80s ήταν σα να παλεύεις να σταματήσεις το νερό με τα γυμνά σου χέρια- απλά δε γίνεται.
Το ΠΑΣΟΚ προερχόταν από 4 ολόχρυσα χρόνια στην εξουσία, στα οποία μάλλον αρίστευσε (πέτυχε σημαντικότατες αλλαγές σε πολλούς τομείς, με αποτέλεσμα 4 στους 10 Έλληνες να την χαρακτηρίζουν την καλύτερη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης) και έχοντας έναν… ροκ σταρ στο τιμόνι του, ήταν αδύνατο να χάσει το 1985.
Ωστόσο, κάπου εκεί άρχισε να κάνει στροφή και ν’ αφήνει στην άκρη τον ριζοσπαστικό εαυτό του, με αποτέλεσμα ν’ απολέσει μεγάλο μέρος της εκλογικής του δύναμης στο (τότε) εγγύς μέλλον.
Αυτό, όμως, είναι μια διαφορετική, γαλάζιας απόχρωσης, ιστορία. Ίσως, κάποια μέρα, να καθίσουμε όλοι μαζί γύρω από ένα νοητό τζάκι και να τη θυμηθούμε.
Για την ώρα, ας μείνουμε στο 1985. Στην αρχικά μπλε κι εν συνεχεία πράσινη λαοθάλασσα.
Ανεξαρτήτως του τι συνέβη έκτοτε, ένα πράγμα είναι σίγουρο για εκείνο το ΠΑΣΟΚ και τους ψηφοφόρους του: Τον μεθύσανε τον Ήλιο.
Ω, σίγουρα ναι.