Μια ιδέα ή μια άποψη οφείλει να μην κριθεί αποσπασματικά και μεμονωμένα, δίχως δηλαδή κάποιος να εξετάσει το πλαίσιο στο οποίο αναφέρεται εκείνος που την διατυπώνει. Για παράδειγμα, εάν κάποιος προτείνει να σταματήσουμε να αναπνέουμε, πριν τον κράξουμε, οφείλουμε να αναλογιστούμε την κατάστασή μας.
Η συγκεκριμένη θέση, ας πούμε, είναι άκρως ευεργετική για ανθρώπους που κάνουν μακροβούτια. Το να ανοίξει κανείς το στόμα του και να δοκιμάσει να πάρει ανάσα ενώ βρίσκεται κάτω από το νερό, θα συνιστούσε αυτοκτονία. Οπότε η παρουσία ενός ανθρώπου που ξέρει ένα-δυο πράγματα παραπάνω και έρχεται να μας διαφωτίσει -με μια αιρετική πρόταση έστω- θα έπρεπε να μας κάνει να σκεφτούμε πριν αντιδράσουμε.
Το πρόβλημα με τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι πως αιρετικό δεν τον λες… Επιπλέον, εύκολα γίνεται αντιληπτό πως δεν είναι και ο καταλληλότερος να μιλήσει για εργασιακές σχέσεις. Τουλάχιστον στην κλασική τους μορφή, την οποία γνωρίζουν καλύτερα οι κάθε λογής εργαζόμενοι. Εκείνοι που προσφέρουν εργασία έναντι μισθού, με τους όρους που υπαγορεύει η αφημένη στην αυτοοργάνωσή της αγορά. Ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας και υποψήφιος πρωθυπουργός ήταν από τους τυχερούς αυτού του τύπου που δεν είδε τα εργασιακά δικαιώματά του να θίγονται την περίοδο της κρίσης. Ο ίδιος και οι συνάδελφοί του βουλευτές δεν χρειάστηκε να προβούν σε αιματηρές θυσίες για να πληρώσουν το «μάρμαρο» των Μνημονίων, ούτε είδαν τις απολαβές τους να κόβονται «μαχαίρι». Βλέπετε, το ίδιο κοινοβούλιο που αποφάνθηκε ότι η μόνη λύση για την έξοδο από την στενωπό ήταν οι δραστικές περικοπές σε μισθούς, συντάξεις ή και παροχές προς την κοινωνία (όπως το να κάνει ο κόσμος… κολονοσκόπηση με μέθη), φρόντισε να αυτοεξαιρεθούν τα μέλη του από τέτοιου τύπου δυσάρεστες καταστάσεις.
Παρά ταύτα ο κ. Μητσοτάκης ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και εν δυνάμει πρωθυπουργός, ευθαρσώς και με τόλμη, σε μια αποστροφή ομιλίας του μας έδωσε μια γεύση των πολιτικών που ευαγγελίζεται η «φιλελεύθερη» παράταξη της οποίας ηγείται. Δεν είπε και κάτι τραγικό, εδώ που τα λέμε. «Όταν μία επιχείρηση συμφωνεί με τους εργαζόμενους μέσω επιχειρησιακής σύμβασης για να πάει από πενθήμερο σε επταήμερο με τη σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων και με πολύ καλύτερες απολαβές και με αυξημένα δικαιώματα και συμφωνούν τα δύο μέρη, δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να αναγνωρίζουμε ότι είμαστε σε έναν κόσμο που αλλάζει και πρέπει οι εργαζόμενοι, οι επιχειρήσεις και το κράτος να προσαρμοστούν σε αυτή τη νέα πραγματικότητα» τόνισε ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας…
Στην ιστορία της ανθρωπότητας η επίτευξη μιας συμφωνίας και το είδος αυτής εξαρτάται αποκλειστικά από έναν και μόνο παράγοντα. Τον συσχετισμό δύναμης μεταξύ των δύο μερών, ο οποίος αντανακλάται στο deal που θα επιτευχθεί. Συνήθως εκεί που ο ισχυρός κάθεται στο ίδιο τραπέζι με τον αδύναμο, φεύγοντας έχει πάρει την μερίδα του λέοντος, αφήνοντας «ψίχουλα» σε εκείνον που έχει απέναντί του.
Με τις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στον σύγχρονο κόσμο σπανίως βρίσκει κανείς συμφωνίες που να μην είναι ετεροβαρείς. Συχνά, βέβαια, οι διαφορές (μέχρι ενός βαθμού) αμβλύνονται από προϊστάμενες αρχές που ορίζουν ένα πλαίσιο το οποίο δεν επιτρέπει στον δυνατό να επιβάλλει τους όρους του όπως θα έκανε ο νικητής ενός πολέμου στον ηττημένο. Επιτρέποντάς του δηλαδή να φτάσει σε έναν έντιμο συμβιβασμό και μην γίνει αντικείμενο απόλυτης εκμετάλλευσης.
Οπότε η ιδέα του να κάτσει ένας επιχειρηματίας και να συζητήσει με τους υπαλλήλους του τους όρους που θα διέπουν την εργασιακή σχέση τους δεν θα έπρεπε να φέρνει αναγκαστικά το ανάθεμα. Και σίγουρα ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει απόλυτο δίκιο όταν κάνει λόγο για έναν κόσμο που αλλάζει και την ανάγκη όλων να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα. Εκείνο, όμως, που δεν λέει είναι ότι αυτή η νέα πραγματικότητα δημιουργήθηκε αποκλειστικά από αποφάσεις και πολιτικές ανθρώπων σαν και του λόγου του. Ατόμων που φρόντισαν να γιγαντώσουν τις διαφορές μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων, μετέτρεψαν το κράτος σε απλό παρατηρητή, ανήμπορο και απρόθυμο να μεσολαβήσει υπέρ της μάζας και να την προστατέψει από τις ορέξεις όσων έχουν αποκλειστικό στόχο να την εκμεταλλευτούν στο έπακρο.
Από την στιγμή που οι συλλογικές συμβάσεις έχουν γίνει σμπαράλια και η εποχή ευνοεί τις ατομικές (ή επιχειρησιακές) συμφωνίες, κάθε εργοδότης θα χρειαστεί να εξαντλήσει τις φιλανθρωπικές ανησυχίες του για να προσφέρει στο προσωπικό του οτιδήποτε περισσότερο από αυτό που τον υποχρεώνουν οι νόμοι. Και η κατάσταση γίνεται ακόμη χειρότερη για τους εργαζόμενους εξαιτίας του άνευ προηγουμένου ξεχαρβαλώματος των συνδικάτων αλλά και της ταυτόχρονης πλήρους απουσίας ελεγκτικών μηχανισμών που θα έπρεπε να εποπτεύουν τέτοιου τύπου διαδικασίες.
Σήμερα, όπως πολύ καλά ξέρει η πλειοψηφία όσων δουλεύουν, ουσιαστικά ο κάθε εργαζόμενος φτάνει να συζητά μόνος απέναντι στο «αφεντικό» για το μέλλον και των δύο. Συνήθως, βγαίνοντας από το τραπέζι των… διαπραγματεύσεων, φεύγει έχοντας υπογράψει ένα χαρτί που εξασφαλίζει τον επιχειρηματία και αποφέρει στον ίδιο έναν μισθό που φτάνει (;) απλά και μόνο να του εξασφαλίσει την επιβίωση, γεμάτος με μεγαλύτερες ανασφάλειες και αβεβαιότητες οι οποίες δεν θα καλυφθούν ποτέ για όσο κυριαρχούν οι «σύγχρονες και ευέλικτες μορφές εργασίας» που τόσο διαφημίζουν και σιγοντάρουν άνθρωποι που δεν έχει χρειαστεί να δουλέψουν ούτε μια μέρα στην ζωή τους…
Όταν, όμως, ακόμα και «αριστερές» κυβερνήσεις σαν αυτήν που έχει τώρα ο τόπος μας, έχουν εφαρμόσει με «αξιοθαύμαστη» επιτυχία τέτοιου είδους πολιτικές, είναι… φυσιολογικό οι ιδεολογικοί (και καλά) αντίπαλοί τους να εξαντλούν την κυνικότητά τους. Άλλωστε, όπως μάλλον πρέπει να ξέρει ήδη η Έφη Αχτσιόγλου, πολλοί Έλληνες –και όχι μόνο- δουλεύουν ήδη επτά μέρες την εβδομάδα, πολύ πριν το ξεστομίσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης.