Υπάρχουν ορισμένα βασικά μοτίβα που συνοδεύουν τις προεκλογικές περιόδους στην Ελλάδα και ειδικά εκείνες των τελευταίων δέκα χρόνων που η χώρα έχει μπει στον αστερισμό των μνημονίων και των πολιτικών λιτότητας.
Ένα από αυτά είναι ότι πάντα η αυθόρμητη τάση του εκλογικού κοινού είναι να ψηφίσει το κόμμα που βρίσκεται στην αντιπολίτευση: ο κόσμος ψάχνει να βρει ελπίδα μέσα από μια κυβερνητική ανανέωση και έτσι, η εκάστοτε κυβέρνηση φθείρεται αναπόφευκτα.
Υπάρχει ωστόσο και ένας άλλος κανόνας που μια αντιπολίτευση πρέπει να λαμβάνει υπόψιν της κατά τη δόμηση στη στρατηγική της προκειμένου να εκμεταλλευτεί την φθορά της κυβέρνησης. Στην Ελλάδα, η παράδοση θέλει τον κόσμο να αποφεύγει να ψηφίζει για κυβέρνηση κόμματα με σκληροπυρηνικό ιδεολογικό προφίλ: ο κόσμος δεν θέλει την Αριστερά γιατί στο μυαλό του είναι ονειροπόλα και δεν θέλει την Δεξιά γιατί είναι σκληρή με τα κατώτερα στρώματα.
Ο κόσμος ψηφίζει πάντα προς το κέντρο. Φτιάξε ένα κεντρώο προφίλ, δείξε πως τα πολιτικά σου βήματα σε σπρώχνουν κεντρικότερα του πόλου στον οποίο ανήκεις (είτε αυτός είναι ο δεξιός είτε ο αριστερός) και αν το κάνεις αποτελεσματικότερα από τον αντίπαλό σου θα κερδίσεις.
Είναι απορίας άξιο πως γίνεται το επικοινωνιακό επιτελείο της Νέας Δημοκρατίας να σνομπάρει τόσο επιδεικτικά τον συγκεκριμένο κανόνα: με τον ΣΥΡΙΖΑ να μαζεύει πέντε έτη κυβερνητικής φθοράς, ο Μητσοτάκης όχι μόνο δεν προσπαθεί να φιλοτεχνήσει ένα φιλολαϊκό και κεντρώο προφίλ αλλά αντίθετα, υπερασπίζεται με επιμονή, σε κάθε δημόσια δήλωσή του, μια περεταίρω αυταρχοποίηση των κυβερνητικών πολιτικών.
Από δηλώσεις που προκαλούν ανατριχίλα, όπως εκείνη που είχε κάνει στην ΔΕΘ ότι «η κοινωνική ισότητα είναι κόντρα στη φύση του ανθρώπου» μέχρι προτάσεις για εφταήμερη εργασία, ούτε λίγο ούτε πολύ ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ κλαίγεται πως κάθε μέτρο λιτότητας που παίρνει το κάνει «επειδή δεν γίνεται αλλιώς», η Νέα Δημοκρατία όχι απλά δεν εξαγγέλλει απεγκλωβισμό από αυτή τη συνθήκη αλλά κορδώνεται πως θα την συντηρήσει με πιο «επαγγελματικό» τρόπο.
«Εμείς είμαστε συνειδητά με αυτή την πολιτική, όχι σαν τους ερασιτέχνες του ΣΥΡΙΖΑ», είναι σαν να λέει ξανά και ξανά ο Μητσοτάκης και τα πρωτοκλασάτα στελέχη του κάθε φορά που αρθρώνουν δημόσιο λόγο. Δεν χρειάζεται να είσαι κάνας ειδικός της επικοινωνίας για να το καταλάβεις: πρόκειται για παντελώς παράλογη στρατηγική.
Η αλήθεια είναι πως ο Μητσοτάκης δεν έχει ούτε το επικοινωνιακό χάρισμα του Τσίπρα, ούτε τον βοηθάει το όνομά του στο εμπόριο ελπίδας: η οικογένεια του είναι συνδεδεμένη στη συλλογική συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας με αυταρχικές πολιτικές. Ωστόσο, είναι μάλλον αφέλεια να ψάχνει κανείς τις εξηγήσεις για τα συνεχόμενα πολιτικά αυτογκόλ του Μητσοτάκη στις ατομικές του αδυναμίες.
Για ένα κόμμα με την εμπειρία και τους μηχανισμούς της Νέας Δημοκρατίας τα αίτια είναι μάλλον πιο βαθιά: είτε πρόκειται για μια τόσο περίπλοκη στρατηγική που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε και κρύβει έναν άσο κάτω από το μανίκι του πολιτικού της αρχηγού είτε απλά, η απόσταση από την καρδιά της κοινωνίας είναι τόσο μεγάλη για τα στελέχη της, που αδυνατούν να καταλάβουν τον τρόπο με τον οποίο αυτή χτυπάει.
Ωστόσο, τα περισσότερα κανάλια, οι περισσότερες εφημερίδες, οι εταιρίες δημοσκοπήσεων, οι δημοσιολόγοι και οι επαγγελματίες σχολιαστές δίνουν μια εντελώς διαφορετική εικόνα: η Νέα Δημοκρατία παρουσιάζεται ως ένα κόμμα που θα κέρδιζε τις εκλογές με μια διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ που ξεκινάει από το 8% και φτάνει και μέχρι το 15%. Υπό αυτή την έννοια, μάλλον όλα τα παραπάνω μοιάζουν με αναλύσεις της κακιάς ώρας: ό,τι και να λέμε για τα επικοινωνιακά χάλια της Νέας Δημοκρατίας η πραγματικότητα που παρουσιάζεται σε επίπεδο πρόθεσης των ψηφοφόρων φαίνεται να μην αντιστοιχεί σε αυτά.
Δεν ζούμε ωστόσο σε εποχές που διακατέχονται από εγκυρότητα όσον αφορά τις συγκεκριμένες προβλέψεις. Αρκεί να θυμηθεί κανείς πως στις δυο τελευταίες βουλευτικές εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε περίπατο τη στιγμή που οι δημοσκοπήσεις προέβλεπαν ντέρμπι ενώ ενδιάμεσα είχε παρεμβληθεί και το δημοψήφισμα όπου το «Ναι» παρουσιαζόταν ως σίγουρος νικητής για να συντριβεί τελικά στην κάλπη θριαμβευτικά από το «Όχι».
Οι επερχόμενες ευρωεκλογές θα είναι ουσιαστικά μια πρόβα τζενεράλε ενόψει των εθνικών εκλογών που θα ακολουθήσουν. Παραδοσιακά, έτσι τις αντιλαμβάνεται και ο κόσμος: πρόκειται για την λεγόμενη «χαλαρή ψήφο», για ένα άτυπο ζύγισμα δυναμικής. Αν οι εκτιμήσεις των υποστηρικτών της δεξιάς παράταξης (και των Μέσων που τη στηρίζουν προσπαθώντας να δηημιουργήσουν κλίμα σαρωτικής νίκης) περί απόστασης 8 έως 15 μονάδων επιβεβαιωθούν στις ευρωεκλογές, βαθιοί αναστεναγμοί ανακούφισης θα ακουστούν στα γραφεία της Νέας Δημοκρατίας. Αν όμως το σερί των άστοχων δημοσκοπικών προβλέψεων συνεχιστεί;
Αν η Νέα Δημοκρατία βρεθεί να προηγείται με πιο «μαζεμένη» διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ, αν τα ποσοστά μοιάζουν αναστρέψιμα τότε ένα άλλο συμπέρασμα προκύπτει: ξεκάθαρο μομέντουμ νίκης δεν θα υπάρχει για κανένα από τα δυο κόμματα, η αναμέτρηση γίνεται ξανά ντέρμπι και κατ’ επέκταση ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει βγάλει σχετικά ανώδυνα την κυβερνητική φθορά του. Και τότε το επικοινωνιακό αφήγημα περί σίγουρης επικράτησης του Μητσοτάκη θα έχει καταρρεύσει.
Για την Νέα Δημοκρατία το ψυχολογικό όριο έχει ήδη καθοριστεί σε μια απόσταση επιπέδου 8%. Και δεν αποκλείεται αυτό να αποδειχθεί μεγάλη παγίδα στις επερχόμενες «χαλαρές» ευρωεκλογές…