Υπάρχει ΣΥΡΙΖΑ χωρίς Αλέξη Τσίπρα;

Ένα... ρητορικού τύπου ερώτημα

Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κατηγορηθεί για 1002 πράγματα τόσο για το ρόλο του ως αξιωματική αντιπολίτευση όσο ασφαλώς και για το κυβερνητικό του έργο, όχι όμως και για το ότι επιδεικνύει καθολική έλλειψη αυτοκριτικής για το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών, όπως του πιστώνεται από μεγάλη μερίδα των Μ.Μ.Ε.

Στον απόηχο του αποτελέσματος, ο Νίκος Φίλης είπε ότι χάσαμε από το «ύφος της εξουσίας», ενώ σε σύνεντευξη του στην «Εφημερίδα των Συντακτών» ο Ευκλείδης Τσακαλώτος προέβη σε μια παραδοχή, που δεν αποκλείεται να ζημιώσει κιόλας την παράταξη του ενόψει των εθνικών εκλογών.

«’Εχουν δίκιο οι άνθρωποι που διαμαρτύρονται γιατί δεν καταφέραμε να βελτιώσουμε τις ζωές τους όσο θα θέλαμε, να τους πείσουμε ότι δεν αδιαφορήσαμε για την ποιότητα των μεσαίων στρωμάτων», ομολόγησε ο υπουργός Οικονομικών και δεν δίστασε μάλιστα να περιγράψει ως «too little too late» τους χειρισμούς στους τομείς που έχουν επίδραση στην καθημερινότητα των πολιτών.

Θα εκτιμηθεί άραγε από τους ψηφοφόρους η ειλικρινής και τολμηρή παραδοχή του κ. Τσακαλώτου ή προορίζεται να αποτελέσει τη χαριστική βολή στις όποιες πιθανότητες είχε ο ΣΥΡΙΖΑ ενόψει των εκλογών της 7ης Ιουλίου;

Και όταν λέμε πιθανότητες δεν εννοούμε πρωτίστως τις (επιεικώς…) ισχνές που έχει για νίκη, αλλά για κλείσιμο της ψαλίδας και επίτευξη ενός ποσοστού μεγάλυτερο από αυτό των Ευρωεκλογών, προκειμένου να μην συρθεί σε ένα κύκλο μιζέριας και εσωστρέφειας, με απρόβλεπτες εξελίξεις.

Ποιες μπορεί να είναι αυτές; Από μερίδα του Τύπου (αντιλαμβάνεστε ότι δεν εννοούμε τον φιλοκυβερνητικό) αναδεικνύεται τις τελευταίες ημέρες το σενάριο ακόμα και της αμφισβήτησης του Αλέξη Τσίπρα από την ομάδα των 53, σε περίπτωση συντριπτικής ήττας.

Σύμφωνα με αυτό ο πρωθυπουργός έχει ρίξει ήδη στο τραπέζι την εκδοχή της παραίτησης του αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ξεπεράσει το ποσοστό που πήρε στις Ευρωεκλογές, προκειμένου να αποκλιμακώσει με δική του πρωτοβούλια την ένταση που θα προκληθεί στο εσωτερικό του κόμματος (ασχέτως αν αυτή θα γίνει ή όχι δεκτή).

Την ίδια ώρα ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο Νίκος Παππάς φέρονται να παίζουν το ρόλο των δελφίνων, αν και εφόσον λάβει σάρκα και όστα το χειρότερο δυνατό σενάριο για τον ΣΥΡΙΖΑ.

Είθισται μετά από μεγάλες ήττες να τίθεται θέμα ηγεσίας σε ένα κόμμα, αλλά εδώ δεν μιλάμε ασφαλώς για μια κλασική περίπτωση προέδρου, αλλά χωρίς διάθεση υπερβολής για το ίδιο το… κόμμα.

Το να ισχυρίζεται κανείς ότι τρίζει η καρέκλα του Τσίπρα είναι σα να θεωρεί ότι θα κινδύνευε η ιδιότητα του Ανδρέα Παπανδρέου στο ΠΑΣΟΚ, σε περίπτωση ήττας στις εκλογές του 1985. Ο Ανδρέας ήταν ο μοναδικός λόγος που ο χάρτης της Ελλάδας πρασίνισε σε χρόνο – ρεκόρ μετά την ίδρυση του κινήματος, ομοίως ο Τσίπρας ο καταλύτης που ο πρώην Συνασπισμός έφτασε από το 4% στο 37%.

Παραφράζοντας την ατάκα του Παναγιώτη Φασούλα, που είχε επινοήσει λεκτικά το περίφημο «Γκαλόσημο», θα λέγαμε ότι όλα τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που… ευημέρησαν μέσα από αξιώματα θα έπρεπε να επιβαρυνθούν με «Τσιπρόσημο».

Σαφώς και υπάρχει φθορά στο πρόσωπο του αρχηγού ύστερα από 4,5 χρόνια (μνημονιακής) διακυβέρνησης, ωστόσο ένα ενδεχόμενο ανοιχτής αμφισβήτησης του από την εσωκομματική αντιπολίτευση θα ισοδυναμούσε με ομαδική πολιτική «αυτοκτονία».

Επάξιος διάδοχος τουλάχιστον σε ότι αφορά το επικοινωνιακό χάρισμα και την απήχηση στο σκληρό πυρήνα των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ δεν διαφαίνεται καν στον ορίζοντα. Ούτε ο Τσακαλώτος, ούτε ο Παππάς ούτε κανένα άλλο από τα προβεβλημένα στελέχη πληρούν τις προδιαγραφές της ανάληψης ενός τόσο βαρύ φορτίου, έχοντας επιπλέον «μοιραστεί» τη φθορά της εξουσίας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να υπάρξει ως εν δυνάμει κυβερνητικός σχηματισμός χωρίς Τσίπρα, τουλάχιστον έως ότου εμφανιστεί στο προσκήνιο ένα φρέσκο πρόσωπο καθ’ ομοίωσιν του.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο μοναδικός τρόπος για να τεθεί θέμα ηγεσίας στον ΣΥΡΙΖΑ είναι να το θέσει ο ίδιος ο Τσίπρας και αυτό στην περίπτωση που θα κρίνει απαραίτητο να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, προκαταλαμβάνοντας την οποία γκρίνια.

Οτιδήποτε άλλο θα είναι βούτυρο στο ψωμί του ΚΙΝΑΛ και θα σημάνει, τουλάχιστον για ένα εύλογο χρονικό διάστημα, το τέλος του δικομματισμού, όπως τον έχουμε γνωρίσει στην Ελλάδα.