Ας το πούμε εξαρχής για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις: δεν υπάρχει τίποτα πιο άχρηστο μέσα σε ολόκληρο το κυβερνητικό μηχανισμό από το γραφείο πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη. Ειδικά αν αναλογιστεί κανείς πως τμήμα της κυβέρνησης είναι και το Υπουργείο Μακεδονίας και Θράκης, είναι πραγματικά να απορείς για ποιο λόγο υπάρχει γραφείο πρωθυπουργού και τι εξυπηρετεί.
Η έμπνευση αυτή του Αλέξη Τσίπρα κατά τις πρώτες μέρες του ως πρωθυπουργός υπήρξε μόνιμο αντικείμενο κριτικής από τη πλευρά της Νέας Δημοκρατίας- και δικαίως. Με όση θέρμη και αν υποστήριζε κανείς την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, δύσκολα θα μπορούσε να αντιπαραταχθεί στις υπόνοιες της Νέας Δημοκρατίας πως το γραφείο πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη υπάρχει απλά για πελατειακούς λόγους και όχι για ουσιαστικά πολιτικούς.
Θα περίμενε κανείς λοιπόν πως η συγκεκριμένη θέση θα καταργούταν με την αλλαγή κυβερνητικής φρουράς, πως μια από τις διαφοροποιήσεις της Νέας Δημοκρατίας στη σύνθεση της κυβέρνησης θα ήταν να «διορθώσει» αυτή την παραφωνία, για την οποία άλλωστε είχε κάνει τόση φασαρία. Όμως, κάτι τέτοιο -παραδόξως θα έλεγε κανείς, αλλά μάλλον αφελώς- δεν έγινε.
Η Νέα Δημοκρατία όχι μόνο διατήρησε το γραφείο του πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη αλλά προέβη και σε μια στελέχωσή του εξαιρετικά αμφιλεγόμενη: οι φωνές της αντιπολίτευσης απέναντι στον Μητσοτάκη δεν θα περίμεναν ποτέ τόσο μεγάλο δώρο από τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Διότι, εν τέλει, με τον παντελώς ακατανόητο χειρισμό του πάνω στο ζήτημα, η φασαρία που έγινε γύρω από αυτό ενώ στην κυβέρνηση ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ, πλέον γυρίζει μπούμερανγκ εναντίον της νέας κυβέρνησης.
Η Μαρία Αντωνίου, η πρώην βουλεύτρια της Νέας Δημοκρατίας από την Καστοριά, που ανέλαβε την εν λόγω θέση είναι μια πολιτικός με ανοιχτές διασυνδέσεις με τα πιο ακραία τμήματα της Δεξιάς. Μάλιστα, είναι βασική επισκέπτρια των εθνικιστικών φιεστών που γίνονται κάθε χρόνο στον Γράμμο και το Βίτσι προκειμένου να τιμηθεί η νίκη της εθνικιστικής πτέρυγας του ελληνικού εμφυλίου.
Δεν είναι τυχαίο πως κάθε χρόνο είναι η Χρυσή Αυγή που προπορεύεται στη διοργάνωση των εν λόγω εκδηλώσεων: πρόκειται για δομικό τμήμα της ακροδεξιάς συνείδησης έτσι όπως δομείται στο πλαίσιο της ελληνικής πραγματικότητας το να θεωρείς κομμάτι της μνήμης που πρέπει να τιμηθεί τα γεγονότα του Γράμμου και του Βίτσι.
Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι η Αντωνίου είχε στο παρελθόν αποδοκιμαστεί από μέλη της Χρυσής Αυγής σε μια από τις επισκέψεις της στις συγκεκριμένες εκδηλώσεις, αλλά παρ’ όλα αυτά όχι μόνο πήγε και τις επόμενες χρονιές αλλά ακριβώς εξαιτίας αυτής της επιμονής της, οι σχέσεις της με τη Χρυσή Αυγή αποκαταστάθηκαν τελικά.
Η δημοσιοποίηση του πολιτικού προφίλ της Αντωνίου έγινε ο λόγος για την κατάρρευση ενός βασικού αφηγήματος της κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας: παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη προσπαθεί αγωνιωδώς να πλασάρει τον εαυτό της ως μια κυβέρνηση τεχνοκρατών και όχι ιδεολόγων, η παρουσία μιας πολιτικού όπως η Αντωνίου στο κυβερνητικό σχήμα (και μάλιστα χωρίς να πρόκειται για ένα ηγετικό πρόσωπο του κόμματος, ώστε να υπάρχει η δικαιολογία της «ανοχής») δείχνει πως η σύνδεση του κυβερνώντος κόμματος με την ακροδεξιά παραμένει ακόμα μια κραταιά και βαθιά ριζωμένη κατάσταση.
Η επίσημη γραμμή της Νέας Δημοκρατίας αναφορικά με την συντήρηση του συγκεκριμένου γραφείου δε, από μόνη της δεν πείθει κανέναν: το ότι δηλαδή είναι κρίσιμες οι εποχές σε εθνικό επίπεδο όσον αφορά τη Μακεδονία και θα ήταν λάθος για συμβολικούς (και όχι μόνο) λόγους να καταργηθεί το γραφείο σε αυτή τη συγκυρία, είναι μια απάντηση που δεν αναιρεί το ότι όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι καθήκοντα του Μακεδονίας-Θράκης.
Εκτός όμως από το γεγονός ότι δεν υπάρχει πειστική αποδόμηση των κατηγοριών περί πελατειακού κράτους, το ακροδεξιό παρελθόν της Μαρίας Αντωνίου παράγει ευρύτερο πολιτικό ζήτημα. Είναι μάλλον προφανές πως αυθόρμητα, η Νέα Δημοκρατία αντιλαμβάνεται ότι ο πολιτικός συμβολισμός πίσω από το χειρισμό του μακεδονικού αντιστοιχεί στις ακροδεξιές πτέρυγές του.
Και πελατειακή κυβέρνηση και ενισχυμένη με ακροδεξιούς θύλακες; Το γραφείο πρωθυπουργού αναδεικνύει χαρακτηριστικά που ο ίδιος τόνιζε πως δεν υπάρχουν στην κυβέρνησή του και ένας ακόμα επικοινωνιακός πονοκέφαλος, απόρροια των αντιθέσεων ανάμεσα στην προεκλογική περίοδο και την κυβερνητική εποχή της ΝΔ, μόλις ξεκινάει για τον πρωθυπουργό.