Τι σημαίνει για τον εργαζόμενο η κατάργηση του βάσιμου λόγου απόλυσης από τη ΝΔ;

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη πέρασε μια σειρά από αμφιλεγόμενες τροπολογίες πάνω στα εργασιακά αλλά το πολιτικό κόστος που ενδέχεται να παραχθεί από αυτές μόνο αμελητέο δεν είναι.

Η σύνθεση της νέας Βουλής συγκρότησε ένα σκηνικό στο οποίο όλοι κοινοβουλευτικοί εταίροι πλην της Ελληνικής Λύσης του Βελόπουλου, τοποθετούνται αριστερότερα της κυβέρνησης. Ταυτόχρονα, η συγκυρία κάνει ξεκάθαρο πως η Νέα Δημοκρατία θέλει από τις πρώτες κι όλας πολιτικές και μεταρρυθμιστικές ενέργειές της, να δώσει το στίγμα της νέας τάξης πραγμάτων. Να δείξει, με άλλα λόγια, πως είναι ο φιλελευθερισμός το μοντέλο μέσα από το οποίο θα κινηθεί η κυβερνητική πολιτική τα επόμενα χρόνια.

Αυτό το κοινοβουλευτικό μείγμα είναι δεδομένο πως κατά περιπτώσεις μπορεί να αποβεί εκρηκτικό. Και οι τροπολογίες πάνω σε μια σειρά από εργασιακά ζητήματα που ψήφισε πρόσφατα η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, ενεργοποίησαν αυτό το μείγμα με ασύλληπτη -για τα δεδομένα της Βουλής- ένταση.

Διότι μπορεί η κυβέρνηση να πέρασε εν τέλει από την Βουλή την άρση του ασύλου, ένα θέμα δηλαδή που σήκωσε μπόλικες πολιτικές αντιδράσεις εξ’ αριστερών της, αλλά ταυτόχρονα, πέταξε το ζήτημα στο τραπέζι του δημοσίου διαλόγου και δεν αρνήθηκε και τις αντίστοιχες τοποθετήσεις μέσα στη Βουλή την ημέρα της ψήφισης. Σήκωσε με άλλα λόγια την ατμόσφαιρα αντιπολίτευσης. Αντίθετα, επιχείρησε να αποφύγει τεχνηέντως κάθε συζήτηση αναφορικά με τις εργασιακές τροπολογίες.

Οι προτάσεις του υπουργού Εργασίας, Βρούτση ήρθαν όπως-όπως για ψήφιση την τελευταία στιγμή, χωρίς καν να έχει προηγηθεί η παραμικρή συζήτηση στη Βουλή επί αυτών. Η Νέα Δημοκρατία τις ψήφισε μεν με την συνδρομή της Ελληνικής Λύσης αλλά ταυτόχρονα, μέσα σε ένα κοινοβούλιο που ήταν κατά τα άλλα άδειο: όλη η αντιπολίτευση (πλην Βελόπουλου) αποχώρησε από την αίθουσα αρνούμενη να νομιμοποιήσει τη διαδικασία.

Η εν λόγω εικόνα, η εικόνα μιας άδειας Βουλής που κατά τα άλλα νομοθετεί, είναι δεδομένο πως θα ξεκινήσει μια συζήτηση σχετικά με τη δημοκρατικότητα της νυν κυβέρνησης. Όχι σε τυπικό επίπεδο, αφού άλλωστε εκεί είναι καλυμμένη η Νέα Δημοκρατία λέγοντας απλά «ο λαός εμάς εξέλεξε». Αλλά σε ουσιαστικό: όταν οι πρακτικές μιας ψήφισης κάνουν τα τέσσερα από τα πέντε αντιπολιτευόμενα κόμματα να φεύγουν από τη Βουλή για λόγους αρχής, τότε δεδομένα η κυβέρνηση έχει ένα θεματάκι ως προς το πως αντιλαμβάνεται την έννοια της δημοκρατίας σε σχέση με τον πολιτικό διάλογο.

Και μπορεί τελικά ο όλος χειρισμός της Νέας Δημοκρατίας να την εξέθεσε αντί να την προστάτευσε από την άβολη συζήτηση αναφορικά με τις νέες εργασιακές μεταρρυθμίσεις, αλλά το ερώτημα παραμένει: τι φοβήθηκε η Νέα Δημοκρατία και θέλησε τόσο βεβιασμένα και άγαρμπα να περάσει τις αλλαγές στο εργασιακό τοπίο χωρίς διάλογο;

Ο πρώτος λόγος είναι προφανής: η λεγόμενη ευρεία συναίνεση που τόσο πολύ έχει διακηρύξει πως θα επιδιώξει ο Μητσοτάκης, δεν υπήρχε περίπτωση να επιτευχθεί εδώ. Ο άλλος είναι πως οι κατηγορίες πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη νομοθετεί κατά παραγγελία του ΣΕΒ ή τέλος πάντων με τον τελευταίο να είναι προνομιακός συνομιλητής, δύσκολα θα μπορούσαν να αντικρουστούν.

Μετά τις αλλαγές δια χειρός Βρούτση ορίστηκαν πλαφόν στις καταβαλλόμενες συντάξεις, καταργήθηκε η υποχρέωση των εργοδοτών να αιτιολογούν απολύσεις καθώς και η ευθύνη εργολάβων και υπεργολάβων απέναντι στους εργαζομένους τους. Πρόκειται με άλλα λόγια για μέτρα που απελευθερώνουν τους εργοδότες στο να επιβάλλουν δίχως κανένα ουσιαστικό έλεγχο τα συμφέροντά τους μέσα στους χώρους εργασίας:

-Αφενός ένας εργοδότης που δεν εμπλέκεται αυτοπροσώπως στη διαχείριση των επενδύσεών του αλλά έχοντας ορίσει έναν διαχειριστή στην επιχείρησή του (φαινόμενο εξαιρετικά διαδεδομένο στο ελληνικό εργασιακό πεδίο) απεμπλέκεται από κάθε υποχρέωση απέναντι στους εργαζόμενους σε περίπτωση χρωστούμενων.

-Αφετέρου, η παύση της αιτιολόγησης των απολύσεων σηματοδοτεί το δέσιμο των χεριών των εργαζομένων σε περίπτωση διεκδίκησης επαναπρόσληψης μέσα από την επιθεώρηση εργασίας και τις αρμόδιες αρχές εν γένει, πεδίο που τα προηγούμενα χρόνια υπήρξε «όπλο» στα χέρια πολλών εργαζομένων. Πλέον, η δικαίωση των εργαζομένων σε αυτά τα όργανα μοιάζει μια πολύ δύσκολη υπόθεση δια νόμου: πως να κριθεί παράτυπη μια απόφαση όταν δεν υπάρχουν θεσμοποιημένα κριτήρια;

Θα έχει πολιτικό κόστος ο Μητσοτάκης εξαιτίας του περιεχομένου αυτών των τροπολογιών; Θα πληγεί το δημοκρατικό του προφίλ εξαιτίας της μεθοδολογίας που οδήγησε στην ψήφιση; Θα αποβάλει τον χαρακτηρισμό του εντολοδόχου των βιομηχάνων; Όπως και να έχει, η πολιτική ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη.