Για τον Κωνσταντίνο Μπογδάνο, ως περσόνα γενικότερα, ο καθένας μπορεί να έχει την άποψή του. Και ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας και σημερινός πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, δεν αποτελεί εξαίρεση.
Μάλιστα την εξέφρασε έμπρακτα, όταν αποφάσισε να τον συμπεριλάβει στις λίστες των υποψηφίων των τελευταίων εκλογών, ανοίγοντάς του με αυτόν τον τρόπο την πόρτα του κοινοβουλίου, στο οποίο βέβαια (για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους) τον έστειλε ο λαός με την ψήφο του. Κοντολογίς, εσύ κι εγώ.
Πιθανότατα ο αρχηγός της Ν.Δ θα προτιμούσε, ειδικά τους πρώτους μήνες διακυβέρνησης, να αποφύγει την πόλωση και τις εντάσεις, προκειμένου να πείσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος των πολιτών ότι η παράταξή του μπορεί να εκφράσει τα «θέλω» τους, υιοθετώντας ένα πιο μετριοπαθές προφίλ και προβάλλοντας την εικόνα ενός σύγχρονου, φιλοευρωπαϊκού και φιλελεύθερου πολιτικού φορέα εξουσίας.
Σίγουρα, όμως, γνώριζε πως η πληθωρική φυσιογνωμία του Κωνσταντίνου Μπογδάνου δύσκολα θα… τιθασευόταν σε καλούπια, ειδικά από την στιγμή που πρόκειται για έναν άνθρωπο που έχει μετατρέψει σε δεύτερη φύση του την δημόσια έκθεση, με την ευρεία έννοια του όρου.
Υπερ-ενεργός στα social media, με ελάχιστες αναστολές σχετικά με τον τρόπο που εκφέρει την γνώμη του και συχνά «ακραίες» απόψεις που ξεφεύγουν από την μέση και κοινή γραμμή, ο δημοσιογράφος και βουλευτής της κυβέρνησης συχνά ενοχλεί εσωκομματικούς συναδέλφους του, που θεωρούν ότι είναι πιθανό σε βάθος χρόνου να βγει… ελλειμματικός. Υπό την έννοια ότι μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερη ζημία σε σχέση με τα οφέλη που έφερε (μέγεθος μετρήσιμο με τις ψήφους) στη Ν.Δ.
Με λίγα λόγια, δεν είναι λίγα τα στελέχη του κόμματος που είναι πεπεισμένοι πως ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος αποτελεί πρόβλημα για τη Νέα Δημοκρατία και εμφανίζονται σίγουροι ότι αυτή η θέση τους θα δικαιωθεί όταν θα χρειαστεί να γίνει ξανά «ταμείο» σε επερχόμενες εκλογές.
Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει ότι ο άνθρωπος έχει… ρεύμα και πως ο λόγος του βρίσκει ευήκοα ώτα. Μπορεί εγώ κι εσύ να μην καταλαβαίνουμε γιατί, αλλά από άλλους (όπως αποδεικνύει η παρουσία του στο κοινοβούλιο) θεωρείται απαραίτητος.
Και αυτό (δηλαδή η δημοφιλία και η ικανότητα αλίευσης ψήφων) ήταν πάντα μια συνισταμένη που τα κόμματα λαμβάνουν πολύ σοβαρά υπόψη όταν καταρτίζουν τις λίστες των υποψηφίων τους και εξετάζουν τον τρόπο στελέχωσής τους.
Ειδικά για τη Νέα Δημοκρατία αυτή η διαδικασία ήταν πάντα μια πονεμένη ιστορία, υπό την έννοια ότι από την ημέρα που ιδρύθηκε βρίσκεται σε μια διαρκή αναζήτηση ταυτότητας, εξαιτίας της ιδιαιτερότητας του Έλληνα. Άλλα κόμματα που διαχειρίστηκαν εξουσία, όπως το πάλαι ποτέ ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν χρειάστηκε να ψάξουν πολύ.
«Λεηλάτησαν» (πάντα μεταφορικά) την Αριστερά και το Κέντρο, ποντάροντας στο «προοδευτικό» προφίλ που (νομίζει ότι) έχει ο μέσος πολίτης της χώρας, που στο πέρασμα του χρόνου απέκτησε «αντιδεξιά» αντανακλαστικά, τα οποία εκφράζει συχνά στη θεωρία, παρά το γεγονός ότι οι επιλογές του την ώρα της κάλπης τον έχουν απογοητεύσει ακολουθώντας πολιτικές πολύ… δεξιές για τα γούστα του.
Σε αυτό το «εχθρικό» περιβάλλον, η Νέα Δημοκρατία, χρειάστηκε να υιοθετήσει πολλές διαφορετικές (και συχνά αντικρουόμενες) απόψεις. Και αυτό ήταν διαχρονικά το πρόβλημά της. Οι «νοικοκυραίοι» δεν ήταν αρκετοί για να της δώσουν την εξουσία.
Οι φιλελεύθεροι επίσης. Το ίδιο ισχύει και για τους θιασώτες της «λαϊκής δεξιάς» ή τους οπαδούς πιο «καθαρών» λύσεων για την πατρίδα, που μπορεί κατά καιρούς να εκφράζονται μέσα από άλλες κομματικές πλατφόρμες, αλλά έχουν πάντα κατά νου ότι η «μήτρα» τους παραμένει η παράταξη ή η «δεξιά πολυκατοικία», όπως πολύ εύστοχα είχε χαρακτηρίσει κάποτε ο κ. Καρατζαφέρης.
Όταν τα κομμάτια του παζλ ταιριάξουν καλά, δημιουργείται και η μεγάλη εικόνα, κάτι που πρακτικά σημαίνει ότι η Νέα Δημοκρατία κερδίζει εκλογές και γίνεται κυβέρνηση. Όπως συνέβη και την τελευταία φορά που οι Έλληνες προσήλθαν στις κάλπες και αποφάσισαν να τιμωρήσουν τον Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ για τις στρατηγικές επιλογές του, δίνοντας μια ευκαιρία στον Κυριάκο Μητσοτάκη και το κόμμα του. Ένα κόμμα, όμως, που μονίμως «φλερτάρει» με ανθρώπους και ιδέες που καλύπτουν ένα φάσμα πολύ ευρύτερο από αυτό που περιγράφεται στις διακηρύξεις του κόμματος.
Αυτός ο ιδεολογικός αχταρμάς (που πλέον είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα και του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος έχει ήδη μετατοπιστεί όσο πιο δεξιά τον παίρνει) είναι στην πραγματικότητα το πρόβλημα και όχι ο Μπογδάνος. Ο βουλευτής μας είναι απλά και μόνο ένα σύμπτωμα. Η πραγματική «ασθένεια» βρίσκεται στην καρδιά της παράταξης που για να διεκδικεί την εξουσία ακροβατεί διαρκώς, δίνοντας βήμα σε πολιτικούς όπως αυτός.