Θα έλεγε κανείς ότι για ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας ο απόηχος της είδησης για το «πάγωμα» της Συμφωνίας των Πρεσπών ήταν εύηχος, τουλάχιστον με βάση τις αντιδράσεις την καυτή πολιτικά περίοδο που προηγήθηκε των υπογραφών ανάμεσα σε Αλέξη Τσίπρα και Ζόραν Ζάεφ.
Δεν είναι καθόλου βέβαια όμως ότι ισχύει το ίδιο για τον αρχηγό της παράταξης, τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Θεωρητικά η Ελλάδα βρίσκεται σε θέση αναμονής μετά το βέτο που άσκησε η γαλλική πλευρά (με τη στήριξη Δανών και Ολλανδών) στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη Βόρεια Μακεδονία και το οποίο θέτει αλυσιδωτά υπό αμφισβήτηση την εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών, καθώς συγκεκριμένα άρθρα της συνδέονται με το άνοιγμα κεφαλαίων των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της χώρας στην ΕΕ.
Το «όχι» του Εμανουέλ Μακρόν στο να δοθεί ημερομηνία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων έχει εκληφθεί στη φιλοευρωπαϊκή πλευρά που εκπροσωπεί ο Ζόραν Ζάεφ εντός Σκοπίων ως «προδοσία» από τους Ευρωπαίους, καθώς το πολιτικό κόστος της σύγκλισης με την Ελλάδα δεν ήταν καθόλου αμελητέο για τον πρωθυπουργό της χώρας, ο οποίος αναγκάστηκε να παραιτηθεί και να προκηρύξει εκλογές για τον επόμενο Απρίλιο.
Το πολιτικό αφήγημα του Ζάεφ, σύμφωνα με το οποίο η προοπτική ένταξης στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ ήταν δεδομένη σε περίπτωση που περνούσε η Συμφωνία των Πρεσπών, έχει για την ώρα καταρρεύσει. Και η Ευρώπη ρισκάρει ξεκάθαρα πια να παραδοθεί η σκυτάλη στο εθνικιστικό VMRO του Χρίστιαν Μιτσκόσκι, το οποίο είναι δεδομένο ότι θα τορπιλίσει τη Συμφωνία, κατηγορώντας τόσο καιρό τον Ζάεφ για ξεπούλημα των εθνικών συμφερόντων της χώρας στους «νότιους γείτονες».
VMRO σημαίνει «Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση» και όραμα του κόμματος, όπως αναφέρεται στη διακήρυξη ίδρυσής του, είναι να «αναβιώσει το διχασμένο σήμερα Μακεδονικό κράτος».
Σύμφωνα με αυτό το εθνικιστικό μόρφωμα, που έγινε κόμμα το 1990 και σήμερα εκπροσωπείται σήμερα σε ποσοστό 42% στο Κοινοβούλιο των Σκοπίων (51/120 βουλευτές), ο Ζάεφ «απαρνήθηκε στις Πρέσπες κάθε τι μακεδονικό». Η αντιπολιτευτική ρητορική ήταν καθαρά στην κατεύθυνση καλλιέργειας εθνικού διχασμού. Η κυβέρνηση κατηγορήθηκε ότι παρέδωσε το συνταγματικό όνομα και τη μακεδονική ταυτότητα, διαγράφοντας τη γλώσσα, την ιστορία και τον πολιτισμό της χώρας.
Σαφώς η κυβέρνηση κάθε χώρας οφείλει να διεκδικεί το μέγιστο δυνατό όφελος για τα συμφέροντά της, ωστόσο προφανώς τα περιθώρια ελιγμών και αξιώσεων είναι άμεσα συναρτώμενα με τους διεθνείς συσχετισμούς και τη θεωρία του εφικτού, που λάνσαρε στο πολιτικό λεξιλόγιο ο Όττο φον Μπίσμαρκ.
Αν στο θέμα της ένταξης των Σκοπίων δεν «τρέξουν» το επόμενο διάστημα οι εξελίξεις και ο Ζάεφ χάσει τις εκλογές, η ελληνική κυβέρνηση θα κληθεί εκτός απροόπτου να διαπραγματευτεί με το VMRO. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν θα έχουμε καμία διαπραγμάτευση και η Ελλάδα θα αναγκαστεί πιθανότατα να καταγγείλει μια συμφωνία, που η απέναντι πλευρά θα έχει ήδη σαμποτάρει αθετώντας τις δεσμεύσεις της.
Ο διεθνής παράγοντας βέβαια ενδέχεται να επιβάλλει μια νέα σύγκλιση μεταξύ Ελλάδας – Σκοπίων και σε μια τέτοια περίπτωση οι όροι με τους οποίους θα καθίσει στο τραπέζι η ελληνική κυβέρνηση θα είναι πιο δυσμενείς, απέναντι σε έναν αδιάλλακτο «παίκτη».
Η Ελλάδα έχει αυτή τη στιγμή κάθε «ηθικό» δικαίωμα να πιέσει την Ευρώπη για εξεύρεση λύσης (η οποία και θα αποτελούσε σωσίβιο για την πολιτική διάσωση του Ζάεφ), αφού η ένταξη των Σκοπίων σε ΕΕ και ΝΑΤΟ ήταν ο βασικός λόγος που η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ υποχρεώθηκε κατ’ ουσίαν να διαπραγματευθεί μια συμφωνία με τους Σκοπιανούς. Το θέμα είναι αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία μπορούν να αιτιολογήσουν μια τέτοια επιλογή στο ακροατήριο τους, ακόμα και αν κριθεί ότι η Συμφωνία των Πρεσπών απηχεί, με τις δεδομένες συνθήκες, στο μη χείρον βέλτιστον για τα ελληνικά συμφέροντα.
Οι ενδείξεις ότι στην ηγεσία του κόμματος και σε πολλούς από τους γαλάζιους βουλευτές η συμφωνία δεν φαίνεται πια τόσο… καταστροφική όσο πριν την κάλπη της 7ης Ιουλίου υπάρχουν ήδη. Από αυτό το σημείο όμως έως την αποκάλυψη του «προτιμάμε τον Ζάεφ και τις Πρέσπες» από το… άγνωστο και τους ακραιφνείς εθνικιστές υπάρχει μια μεγάλη απόσταση, που είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν μπορεί να καλυφθεί επικοινωνιακά.