Οι ίδιοι οι αστυνομικοί, μέσω των θεσμικών οργάνων τους, οφείλουν να δώσουν στον Βασίλη Κικίλια την απάντηση που αρμόζει στην πρότασή του να μοιράζονται το 20% των εισπράξεων από τα πρόστιμα που προέρχονται από την απαγόρευση του καπνίσματος.
Και φυσικά αυτή να ήταν αρνητική. Ένα τεράστιο «ΟΧΙ», ανάλογο με αυτό της εθνικής επετείου που γιορτάζουμε (ή δεν θέλουμε να γιορτάζουμε, ακόμη είναι συζητήσιμο αυτό) κάθε χρόνο τέτοιες μέρες.
Η ΕΛ.ΑΣ πρέπει να ξεκαθαρίσει ότι δουλειά της είναι προφανώς η εφαρμογή των νόμων, αλλά όχι με τρόπο συνεταιρικό και μπακαλίστικο. Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν βρίσκεται σε φάση κατά την οποία προσπαθεί να βελτιώσει την εικόνα της προς τα έξω, δείχνοντας ότι βρίσκεται το πλευρό του πολίτη, στην υπηρεσία του και όχι απέναντί του.
Εδώ η συζήτηση δεν αφορά τον αντικαπνιστικό νόμο, το κατά πόσο είναι δίκαιος ή όχι. Σχετίζεται μόνο με το πώς θα πειστεί ο Έλληνας ότι τέτοιου τύπου κινήσεις έχουν απώτερο σκοπό την υγεία του και όχι το να γεμίσουν τα ταμεία του κράτους.
Το κάπνισμα είναι μια απαίσια συνήθεια. Σ’ αυτό δεν διαφωνούμε ούτε εμείς οι καπνιστές που είμαστε ελεύθεροι να πάμε μέχρι το περίπτερο προκειμένου να προμηθευτούμε το ναρκωτικό μας (γιατί περί ναρκωτικού πρόκειται), αλλά πλέον δεν θα μπορούμε (πιθανότατα σωστά) να το παίζουμε θεριακλήδες σε κλειστούς χώρους.
Η συμπεριφορά του καπνιστή, από τη στιγμή που θα ανάψει το τσιγάρο του μέχρι και την ώρα που θα αποχωριστεί τη γόπα, εξαρτάται κυρίως από την παιδεία και τους κανόνες αστικής ευγένειας που –αν θέλει- ακολουθεί. Ο ίδιος αποφασίζει εάν θα είναι ένα μόνιμο βάρος στην κοινωνία, ξεφυσώντας το ντουμάνι του στο πρόσωπο μιας γυναίκας σε ενδιαφέρουσα ή φυτεύοντας τσιγάρα στις παραλίες ή θα προτιμήσει να φερθεί σαν κύριος (ή κυρία) προστατεύοντας το σύνολο από τις επιπτώσεις του δικού του τρόπου ζωής.
Ο τιμωρητικός χαρακτήρας που έχουν προσεγγίσεις σαν αυτή που προωθεί ο αντικαπνιστικός, καθιστώντας συνυπεύθυνους πελάτες και ιδιοκτήτες καταστημάτων, συνήθως δεν αρκεί για να λειτουργήσει αποτρεπτικά. Συχνά, μάλιστα, οδηγεί σε… αντάρτικα, δίνοντας την ψευδαίσθηση σε όλους πως το να το… σκάσεις εκεί που απαγορεύεται, σε μετατρέπει από αντικοινωνικό σε… επαναστάτη! Κάτι που προφανώς δεν ισχύει.
Επιπλέον, η πρόταση μετατροπής των αστυνομικών σε… εισπράκτορες με δέλεαρ ένα ποσοστό της τάξης του 20%, απλά κάνει τον δυσανεκτικό (για δικαιολογημένους ή όχι λόγους δεν έχει τούτη την ώρα σημασία) Έλληνα να ενισχύσει την εικόνα που έχει για τους άντρες με την στολή, τους οποίους συχνά αισθάνεται πως έχει απέναντί του και όχι στο πλευρό του.
Προφανώς θα ήταν απείρως προτιμότερο οι αστυνομικοί να παραμείνουν στα σημερινά καθήκοντά τους, κυνηγώντας (όσο μπορούν, τους επιτρέπεται ή θέλουν, ανάλογα με το πώς το βλέπει κανείς) πραγματικούς εγκληματίες, αντί του να το παίζουν… απουσιολόγοι στις καφετέριες και τα κλαμπ.
Οι ίδιοι πρέπει να είναι οι πρώτοι που θα αρνηθούν να υποδυθούν αυτό το ρόλο που πέρα όλων των άλλων είναι υποτιμητικός για τη στολή, το σήμα αλλά κι εκείνους τους συντρόφους τους που παίζουν τη ζωή τους κορώνα-γράμματα. Γιατί, ναι, το ξέρετε ακόμη κι όσοι τους μισείτε, υπάρχουν πολλοί τέτοιοι άγνωστοι ήρωες που κινδυνεύουν για εσάς (κι εμένα) κάθε μέρα.
Στην αντιπρότασή τους προς τον υπουργό θα μπορούσαν να το κάνουν και μια μικρή σύσταση, την οποία ως προϊστάμενος στα της υγείας ίσως εκτιμήσει.
Αφού πρώτα αναθέσει την αρμοδιότητα είσπραξης των προστίμων σε κάποιο άλλο σώμα (για να μην πέφτουν και στους αστυνομικούς ενδεχόμενες υπόνοιες για χρηματισμό προκειμένου να κάνουν σε ημέτερους τα στραβά μάτια), να ανακοινώσει πως αυτό το περίφημο ποσοστό του 20% ή όποιο άλλο εκείνος νομίζει, να διατίθεται ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ στα αντικαρκινικά νοσοκομεία ή στις αντίστοιχες πτέρυγες άλλων ιατρικών ιδρυμάτων.
Στο τέλος κάθε χρονιάς με τυμπανοκρουσίες και κάθε επισημότητα να πήγαινε και ο ίδιος ο υπουργός να φωτογραφίζεται κόβοντας κορδέλες και όλοι όσοι συνεχίζουμε να ρυπαίνουμε τον κόσμο με το απαίσιο χούι μας τουλάχιστον να παίρνουμε την ικανοποίηση πως κάτι καλό επιστρέφουμε στην κοινωνία που ακόμη μας ανέχεται.