Η δίκη της Χρυσής Αυγής, που τα τελευταία τέσσερα χρόνια εξελίσσεται με αμείωτη ένταση και πλέον έχει μπει για τα καλά στην τελική της ευθεία, έχει περάσει από διάφορα στάδια. Το πρώτο εξ΄αυτών είχε να κάνει με το κατά πόσο οι πράξεις βίας που συνδέθηκαν με το εν λόγω ναζιστικό κόμμα έχουν δομική σχέση με αυτό.
Η υπερασπιστική γραμμή της Χρυσής Αυγής υποστήριζε, φυσικά, πως δομική σχέση δεν υπάρχει ενώ η Πολιτική Αγωγή επιχειρούσε να καταδείξει την περιβόητη οργανωτική σύνδεση που θα οδηγούσε στη φυλακή όχι μόνο τους ίδιους τους φυσικούς δράστες των δολοφονικών επιθέσεων του κόμματος αλλά και την ηγεσία του.
Τους τελευταίους μήνες, η αίσθηση όσων παρακολουθούν τη δίκη ήταν πως αυτή η οργανωτική σχέση ανάμεσα στους μαχαιροβγάλτες της Χρυσής Αυγής και ανώτερα κλιμάκιά της είναι κοινός τόπος. Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που η -διασπασμένη πλέον- ηγεσία της Χρυσής Αυγής είχε διαφοροποιήσει την υπερασπιστική στρατηγική της: η πλευρά του Μιχαλολιάκου επιχειρεί να το παίξει νομότυπη και να τα ρίξει όλα στη ζώνη επιρροή του Λαγού, άλλες φράξιες της ηγεσίας τα ρίχνουν και στους δυο.
Κι όμως: το κεκτημένο της δομικής σύνδεσης ανάμεσα στις ομάδες κρούσης της Χρυσής Αυγής και το επίσημο κόμμα, αμφισβητήθηκε από την εισαγγελέα της έδρας, Αδαμαντία Οικονόμου, η οποία στην πολύωρη εισήγησή της, όχι απλά χάιδεψε την Χρυσή Αυγή αλλά αναπαρήγαγε την αρχική υπερασπιστική της γραμμή, που πάνω-κάτω βασιζόταν σε ισχυρισμούς περί τυχαιότητας όσον αφορά το γεγονός ότι μέλη της οργάνωσης προέβησαν σε πράξεις βίας.
Η Οικονόμου τόνισε -μεταξύ άλλων- πως η ιδεολογία της Χρυσής Αυγής είναι «αδιάφορη» όσον αφορά τα ποινικά αδικήματα για τα οποία κατηγορείται, πως «δεν προκύπτει από πουθενά» γνώση της ηγεσίας της αναφορικά με την δολοφονία του Παύλου Φύσσα ενώ η έτσι κι αλλιώς ξεπλυματική της εισήγηση για την Χρυσή Αυγή άγγιξε ταβάνι όταν είπε πως οι κατηγορούμενοι χρυσαυγίτες βρέθηκαν «προφανώς τυχαία» στο σημείο που ο Ρουπακιάς μαχαίρωσε τον Φύσσα: ούτε ο Μιχαλολιάκος δεν τόλμησε να πει κάτι τέτοιο στην απολογία του.
Είναι πολύ ενδιαφέρον πάντως το γεγονός ότι η εισαγγελέας Οικονόμου βλέπει παντού τυχαιότητες και συμπτώσεις όσον αφορά τη δολοφονική δράση της Χρυσής Αυγής αλλά ταυτόχρονα, τις αγνοεί όταν πρόκειται για άλλες περιπτώσεις και για την ακρίβεια, όταν καλείται να τοποθετηθεί για κατηγορούμενους άλλης ιδεολογίας.
Συγκεκριμένα, η Οικονόμου ήταν εκείνη που στην υπόθεση της φυλάκισης του Τάσου Θεοφίλου είχε κάνει μια εισήγηση μέσω της οποίας πρότεινε τη φυλάκισή του, βασιζόμενη πάνω σε μια σειρά από τυχαιότητες και συμπτώσεις που άγγιζαν τα όρια θεωρίας συνωμοσίας. Αυτή η αναντιστοιχία στον τρόπο σκέψης της Οικονόμου δείχνει πως ο τρόπος που επιλέγει να κάνει εισηγήσεις διαφοροποιείται ανάλογα με τις δικές της αντιλήψεις.
Βέβαια, όσο αθωωτική και αν ήταν η εισήγηση της Οικονόμου για τη Χρυσή Αυγή δεν μπορεί να φέρει τούμπα μια ολόκληρη υπόθεση έτσι όπως έχει δομηθεί εδώ και τέσσερα χρόνια: παραμένουν διαδεδομένες και μάλλον ασφαλείς οι εκτιμήσεις πως η ηγεσία της Χρυσής Αυγής βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο και πως κατά πάσα πιθανότητα η απόφαση της έδρας θα είναι αντίθετη από την εισαγγελική εισήγηση.
Δεν αναιρείται ωστόσο το βασικό πολιτικό συμπέρασμα που βγαίνει από την εισαγγελική εισήγηση και είναι κομματάκι άβολο για την Δικαιοσύνη συνολικά: στους κόλπους της υπάρχουν άνθρωποι που συνεχίζουν να χειρίζονται νομικές υποθέσεις με γνώμονα την ιδεολογία τους και όχι τον ίδιο τον νόμο. Και μάλιστα, για πολλά ανώτερα στελέχη της Δικαιοσύνης, αυτή η ιδεολογία δεν απέχει και πολύ από αυτή της Χρυσής Αυγής.