Όσοι υποστηρίζουν με πάθος –και μάλιστα δημόσια- την προσφυγή στην Χάγη για τα ελληνοτουρκικά, οφείλουν να πουν στον κόσμο ολόκληρη την αλήθεια.
Και η αλήθεια είναι πως δικαστήρια σαν και αυτό, που ασχολούνται με διενέξεις μεταξύ κρατών, σπανίως λειτουργούν όπως τα αντίστοιχα ποινικά ή αστικά τα οποία εκδικάζουν υποθέσεις μεταξύ ιδιωτών. Η ετυμηγορία τους δηλαδή δεν είναι ένα απλό αθώος ή ένοχος, με τον πρώτο να τα παίρνει όλα και να παραδίδεται «καθαρός» στην κοινωνία και τον δεύτερο να καταδικάζεται.
Στην Χάγη, εάν και εφόσον προσφύγει ποτέ κάποιο από τα δύο εμπλεκόμενα μέρη, θα επιχειρηθεί ένας συμβιβασμός. Μπορεί η Ελλάδα να έχει το δίκιο με το μέρος της, αλλά στο διεθνές Δίκαιο τα πράγματα λειτουργούν διαφορετικά.
Φυσικά, εννοείται πως αυτό ήδη το γνωρίζουν και όσοι φωνάζουν υπέρ της Χάγης. Είναι απόλυτοι γνώστες των διεθνών πρακτικών και των πιθανοτήτων που λένε πως η χώρα δεν θα μπορούσε ποτέ να βγει απολύτως κερδισμένη και δικαιωμένη στις διαμάχες της με την Τουρκία.
Και αυτό διότι στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχουν αμοιβαίες διεκδικήσεις δύο κρατών. Εδώ διεκδικεί μόνο ο ένας, ο οποίος αναγκάζει τον άλλον σε διαρκείς υποχωρήσεις, ποντάροντας στο γεγονός ότι όσο περισσότερα είναι αυτά που απαιτεί, τόσο μεγαλύτερα θα είναι και τα κέρδη του. Και μάλιστα αυτά θα προκύψουν με επίσημη μορφή, μετά από απόφαση ενός οργανισμού, που θα νομιμοποιήσει έτσι μέρος των αξιώσεών του με τον ίδιο τρόπο που θα κατάφερνε κάποιος να νομιμοποιήσει το αυθαίρετό του.
Ουσιαστικά, από μόνη της η προσφυγή θα μπορούσε να αποτελεί μια de facto αναγνώριση των διαφορών της με την Τουρκία, την ώρα που για την Ελλάδα διαφορές δεν υπάρχουν. Μόνο διεκδικήσεις της απέναντι πλευράς, την οποία νομιμοποιείς εάν την καταστήσεις (οικειοθελώς κιόλας) ως αντίδικό σου.
Προφανώς οι υποστηρικτές της Χάγης δεν αγνοούν τα παραπάνω δεδομένα. Απλά επιλέγουν να τα προσπεράσουν γρήγορα και υιοθετούν την λογική του «να κλείσουμε ζητήματα και μέτωπα μια και καλή», ακόμη και εάν η λύση που θα δοθεί δεν θα είναι η καλύτερη δυνατή ή ακόμη και επιζήμια για τα εθνικά συμφέροντα.
Στην πραγματικότητα κάτι ανάλογο συνέβη στην περίπτωση του Μακεδονικού ζητήματος, με την Ελλάδα να λέει τελικά «ναι» στον συμβιβασμό, ενώ κάτι αντίστοιχο επιχειρήθηκε και στην περίπτωση του Σχεδίου Ανάν με την Κύπρο, όταν ολόκληρη σχεδόν η διεθνής κοινότητα (συμπεριλαμβανομένου κι ενός τεράστιο τμήματος της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας) ασκούσε πιέσεις στους Ελληνοκύπριους να το αποδεχτούν, γνωρίζοντας πως η προτεινόμενη «λύση» μόνο τέτοια δεν ήταν…
Όπως κατόρθωσε με την περίπτωση της Κύπρου, όπου διεκδικεί ευθέως πια το 1/3 του νησιού, έτσι και στο Αιγαίο, η Τουρκία δεν συμβιβάζεται με τίποτα λιγότερο από την συνεκμετάλλευση του. Με την παγίωση, δηλαδή, της παρουσίας της σε ένα μέρος που δεν θα έπρεπε να βρίσκεται. Ακολουθώντας την πολιτική των «γκρίζων ζωνών» την οποία υιοθέτησε μόλις τις τελευταίες δεκαετίες, επιχειρεί να βάλει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, σέρνοντας την Ελλάδα σε αυτό, το μισό Αιγαίο, γνωρίζοντας καλά πως σε τέτοιες περιπτώσεις ο χρόνος πάντα λειτουργούσε υπέρ της.
Πλέον και στην Ελλάδα υπάρχει ένα ρεύμα που υποστηρίζει την τελεσίδικη λύση, στη λογική ότι το θέμα… κούρασε και ότι σε κάθε περίπτωση η χώρα θα κερδίσει περισσότερα από όσα ενδεχομένως θα χάσει από την διένεξή της με την γειτονική χώρα. Στην ουσία του πράγματος, όμως, κάθε απώλεια θα συνιστούσε παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας, την στιγμή που οι διεθνείς συνθήκες που φέρουν τις υπογραφές και των δύο κρατών θεωρητικά δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών ή διεκδικήσεων.
Όταν, όμως, απέναντί σου έχεις μια χώρα που φτάνει στο σημείο να αμφισβητήσει στα ίσια την Συνθήκη της Λωζάννης και ετοιμάζεται να παρέμβει στα εσωτερικά της Λιβύης αποστέλλοντας στρατεύματα, καταλαβαίνεις ότι η πείνα της δεν θα κορεστεί ακόμη κι αν της δώσεις κάτι. Ο Ερντογάν έχει αποδείξει ότι κάτι τέτοια τα έχει για… ορεκτικά που απλά ανοίγουν την όρεξή του για περισσότερα. Κι έναν τόσο… πεινασμένο αντίπαλο δεν τον προσκαλείς ποτέ μα ποτέ σε γεύμα για δύο…