Η κοινωνική πόλωση στην Ελλάδα της δεκαετίας που μόλις ολοκληρώθηκε, δύσκολα μπορεί να συγκριθεί με κάποια άλλη περίοδο της μεταπολιτευτικής ιστορίας. Οι μνημονιακές πολιτικές εδραιώθηκαν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ως κοινή συνισταμένη κάθε κυβερνητικού σχεδίου και σε αντίθεση με διάφορες απλοϊκές ερμηνείες περί του αντιθέτου, αυτό όχι απλά δεν θα μπορούσε ποτέ να δημιουργήσει κοινωνική ομοψυχία αλλά οδηγούσε στο ακριβώς αντίθετο: να οξύνει αντιθέσεις που προϋπήρχαν και να δημιουργήσει ένα συγκρουσιακό κλίμα.
Δεν είναι τυχαίο πως μια από τις μεγαλύτερες φούσκες κοινωνικής αντιπολίτευσης που «γέννησε» ο δρόμος σε αυτή την κολασμένη δεκαετία του Μνημονίου, «έσκασε» ακριβώς εξαιτίας του παράδοξου της άνευ όρων κοινωνικής ενότητας που εγκυμονούσε: ο λόγος για τις λεγόμενες «Πλατείες των Αγανακτισμένων», όταν και κάθε καρυδιάς καρύδι βγήκε στο δρόμο με μια γενική και αόριστη επιθυμία να συνυπάρξει με άλλο κόσμο χωρίς τίποτα ουσιαστικό να τους ενοποιεί (πέρα από μια γενικόλογη «αγανάκτηση»).
Εκείνο το εγχείρημα των πλατειών κατέρρευσε υπό το βάρος του κενού περιεχομένου του αλλά ταυτόχρονα, γέννησε και ενίσχυσε ρεύματα πλήρως αντιθετικά μεταξύ τους: τόσο η Χρυσή Αυγή, που ένα χρόνο μετά τις «πλατείες» μπήκε στη Βουλή όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ που μετατράπηκε σε κόμμα εξουσίας μέσα σε ελάχιστο διάστημα, είχαν ως βατήρες εκτόξευσης το Σύνταγμα των Αγανακτισμένων.
Μάλιστα, όσοι έζησαν από κοντά τα όσα γινόντουσαν μπροστά από τη Βουλή το μακρινό 2011, μπορούν να διαβεβαιώσουν πως ένα σχίσμα καθόρισε την όλη φάση με τους Αγανακτισμένους πριν αυτή σβήσει εξαιτίας της αοριστολογίας της. Η «πάνω πλατεία» ήταν η (ακρο)δεξιά πλατεία, ένα στέκι συντηρητικών και εθνικιστών, ενώ στην «κάτω πλατεία» ήταν μαζεμένοι οι αριστεροί, ο βασικός ανθρωπότυπος των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η διχοτόμηση της αγανάκτησης ενεργοποιήθηκε σε μεγαλύτερη κλίμακα τέσσερα χρόνια αργότερα, εκείνη την κολασμένη εβδομάδα στις αρχές του καλοκαιριού του 2015.
Το βράδυ της 26ης Ιουνίου του 2015, όταν ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ανακοίνωνε το -ιστορικό πλέον- δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, ξεχείλιζε στους δρόμους της χώρας μια κοινωνική χύτρα που κουβαλούσε όλη την αγανάκτηση που είχε γεμίσει την Ελλάδα στα χρόνια της κρίσης. Μόνο που σε αντίθεση με τους Αγανακτισμένους του 2011, αυτή η αγανάκτηση πλέον δεν είχε ενιαία χαρακτηριστικά.
Γύρω από την επιλογή του «Ναι», δηλαδή την αποδοχή του οικονομικού προγράμματος που πρότειναν στην Ελλάδα οι δανειστές, και γύρω από την επιλογή του «Όχι», δηλαδή την απόρριψη του εν λόγω προγράμματος, συσπειρώθηκαν δυο κοινωνικές τάσεις που συνειδητά πλέον αντιλαμβάνονταν τα συμφέροντά τους ως αντιθετικά μεταξύ τους: το «Ναι» και το «Όχι» συγκροτούσαν την ταξική διάσπαση των Αγανακτισμένων.
Σχεδόν αυτονόητα, ως παράγωγο αυτής της ταξικής αντίθεσης που εκφραζόταν μέσα από το δημοψήφισμα, ένα έτερο δίπολο, πιο ευρύ και συνολικό, σχηματοποιούταν: πρόοδος εναντίον συντήρησης. Η Νέα Δημοκρατία ηγεμόνευσε στο πεδίο του «Ναι», ο ΣΥΡΙΖΑ στο πεδίο του «Όχι», ωστόσο και τα δυο στρατόπεδα είχαν τις εσωτερικές τους αντιθέσεις, τα διακριτά τους επιχειρήματα: παρά τη δυαδικότητα της όλης κατάστασης, η σύγκρουση εκείνη ήταν τόσο βαθιά κοινωνική, που ο δικομματισμός δεν την όριζε, ήταν απλά ένα στοιχείο της.
Ήταν μια εβδομάδα που απλά και το να περπατάς στον δρόμο, να μετακινείσαι με τα λεωφορεία, να κάθεσαι για καφέ σε κάποιο μαγαζί, γενικά να συναναστρέφεσαι τυχαία με κόσμο, ήταν αρκετό για να ανοίξει μια πολιτική συζήτηση: η κατάσταση ήταν κολασμένα συγκρουσιακή. Τα συλλαλητήρια που λάμβαναν χώρα ήταν απλά η κορυφή του παγόβουνου, η αληθινή κόντρα σιγόκαιγε στη βάση της κοινωνίας. Η συντριπτική νίκη του «Όχι» μπορεί να συνοψιστεί τελικά, σε μια πολύ λιτή αλλά περιεκτική πρόταση: στο μέτρημα, οι φτωχοί βγήκαν περισσότεροι. Τόσο απλά.
Ήταν η τελευταία φορά που η κοινωνική σύγκρουση, αν και παραγόμενη από μια θεσμική διαδικασία, υπήρξε απεγκλωβισμένη από τους θεσμούς σε τόσο μεγάλο βαθμό και ως εκ τούτου η τελευταία φορά που υπήρξε τόσο αιχμηρή και συγκρουσιακή. Τα επόμενα χρόνια, ο (νέος) δικομματισμός ανέλαβε την εκπροσώπηση αυτής της διαδικασία αλλά -μην έχει κανείς αμφιβολία- η εβδομάδα του δημοψηφίσματος διαμόρφωσε ένα νέο κοινωνικό τοπίο, που πλέον μπορεί να φαίνεται σε μικρότερης και μεμονωμένης έκτασης γεγονότα (η συγκρουσιακή κατάσταση στο ζήτημα της Μακεδονίας ήταν ένα δείγμα τέτοιο – και σχετικά μεγάλης κλίμακας) που ανά πάσα στιγμή ψάχνεται για τους εκφραστές του.
Δεν υπάρχει αμφιβολία: η εβδομάδα του δημοψηφίσματος ήταν η πιο σημαντική εβδομάδα της δεκαετίας που μόλις έφυγε.