Μπαίνοντας στην ιστοσελίδα της Sadat διαβάζει κανείς ότι πρόκειται για μια οντότητα που παρέχει υπηρεσίες «Διεθνούς Αμυντικής Συμβουλευτικής». Ωστόσο δεν μπορεί να μην παρατηρήσει την τεράστια τουρκική σημαία που κυματίζει στο background και κατά κάποιο τρόπο διαψεύδει τον όρο «διεθνής». Και αν πιστέψουμε όσα κατά καιρούς έχουν γραφτεί στον ευρωπαϊκό και αμερικανικό Τύπο, δεν είναι τίποτα λιγότερο ή περισσότερο από έναν στην πραγματικότητα ιδιωτικό στρατό τον οποίο ελέγχει ο Ταγίπ Ερντογάν.
Όπως λένε, η Σαντάτ είναι το «μακρύ χέρι» του Τούρκου προέδρου, που αναλαμβάνει δράση κατά την διάρκεια συρράξεων στις οποίες με τον έναν ή τον άλλον τρόπο εμπλέκεται η γειτονική χώρα. Δηλαδή στην Συρία, την Λιβυή, περιοχές του Κουρδιστάν ή –πιο πρόσφατα- στην διαμάχη μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ.
Κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί και δια της επίσημης οδού ερωτηματικά για την σύσταση, την λειτουργία και την δράση της. Όμως στην πολιτική, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για την διεθνή σκηνή, οφείλει κανείς να είναι πολύ προσεχτικός και μετρημένος όταν κάνει τέτοιου τύπου αποκαλύψεις ή καταγγελίες.
Σύμφωνα πάντως με την επίσημη εκδοχή, η Σαντάτ ιδρύθηκε το 2012. Ακριβώς την ίδια περίοδο που είχε ξεσπάσει η «Αραβική Άνοιξη» η οποία συνεπήρε τον αραβικό κόσμο και απειλούσε να ρίξει κυβερνήσεις και καθεστώτα που θα έφερναν (όπως και έγινε) τεράστιες ανακατατάξεις στην περιοχή. Τα παραδείγματα του τι συνέβη σε Λιβύη, Συρία και Αίγυπτο –μεταξύ άλλων- είναι απολύτως ενδεικτικά.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον και με τον ISIS να ετοιμάζεται να εισέλθει δυναμικά στο προσκήνιο, εμφανίστηκε από το πουθενά η συγκεκριμένη εταιρεία. «Τέκνο» του απόστρατου ταξίαρχου Αντνάν Τανριβερντί, ο οποίος αποστρατεύτηκε το 1996, έχοντας να αντιμετωπίσει κατηγορίες ότι ήταν φανατικός ισλαμιστής και πολέμιος του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους. Μια θέση που ερχόταν σε ευθεία αντιπαράθεση με την απόφαση της χώρας από την εποχή του Κεμάλ να αφήσει πίσω της την απόλυτη σύνδεση με το Ισλάμ και να πορευτεί με κοινοβουλευτική δημοκρατία στο μέλλον.
Όταν ο Ερντογάν άρχιζε να βάζει «νερό στο κρασί» αυτής της μέχρι τότε πάγιας στάσης της Τουρκίας και να αυτοανακηρύσσεται σε προστάτη των μουσουλμάνων της Ευρώπης, ο Αντνάν πήρε ξανά το… όπλο του. Επικεφαλής μιας ηγετικής ομάδας 23 πρώην αξιωματικών από όλα τα σώματα, επανήλθε στο προσκήνιο μετά το αποτυχημένο «πραξικόπημα»-παρωδία κατά του Ερντογάν και το 2012 ίδρυσε την Σαντάτ, δίνοντας «δουλειά» σε πολλούς στρατιωτικούς τους οποίους στρατολόγησε ως μισθοφόρους.
Και έκτοτε ξεκίνησε την δράση της χωρίς ποτέ να γίνει σαφές ποιες είναι οι υπηρεσίες που παρέχει και ποιο το πελατολόγιό της. Ίσως επειδή έχουν δίκιο αυτοί που υποστηρίζουν ότι έχει μόνο έναν πελάτη ο οποίος ταυτόχρονα είναι και το αφεντικό της. Τον Ταγίπ Ερντογάν.
Δεν υπάρχει σύρραξη στην ευρύτερη περιοχή τα τελευταία χρόνια που να μην έχει πραγματοποιηθεί κάποια (ανώνυμη ή επώνυμη) καταγγελία για εμπλοκή της Σαντάτ, όχι με την μορφή παροχής συμβουλών άμυνας όπως υποστηρίζει, αλλά ως μια παραστρατιωτική οργάνωση. Ως ένα παρακλάδι του στρατού που δρα παράλληλα, συνήθως εν αγνοία του, και μόνο κατόπιν εντολών του ίδιου του προέδρου.
Οι πρώτοι που μίλησαν ανοιχτά για αυτήν ήταν οι Κούρδοι. Αυτός ο λαός με την τραγική μοίρα του να μην έχει δικό του κράτος παρά το γεγονός ότι αριθμεί πάνω από 30.000.000 πολίτες είδε για πρώτη φορά τους άντρες της Σαντάτ να δρουν παράλληλα με τον τακτικό τουρκικό στρατό εναντίον του PKK, αναλαμβάνοντας κυρίως την «βρόμικη» δουλειά, τρομοκρατώντας τα κουρδικά χωριά, σκοτώνοντας και καίγοντας τα πάντα.
Το θέμα έφτασε μέχρι την Βουλή, αλλά τεχνηέντως αποσιωπήθηκε και θάφτηκε. Όπως άλλωστε συνέβη και λίγο καιρό αργότερα όταν ξανά στο τουρκικό κοινοβούλιο τέθηκαν ερωτήματα για την δράση της Σαντάτ στην Συρία και τις σχέσεις της με τους μαχητές του Ισλαμικού Κράτους. Την ίδια περίπου περίοδο που Τούρκοι κατηγορήθηκαν για στενούς δεσμούς με το ISIS, που περιελάμβαναν λαθρεμπόριο όπλων και καυσίμων και την διοχέτευσή τους στους Τζιχαντιστές…
Με τον Ερντογάν όμως να γίνεται μέρα με την μέρα πιο ισχυρός και αυταρχικός και να φτάνει στο σημείο να αλλάζει το Σύνταγμα και να αποκτά υπερεξουσίες, είναι δύσκολο να μιλήσεις ανοιχτά στην Τουρκία για την Σαντάτ. Αποτελεί μεγάλο ρίσκο να πας κόντρα στον «σουλτάνο», όπως άλλωστε μαρτυρούν και οι χιλιάδες φυλακισμένοι πολιτικοί αντίπαλοι ή στρατιωτικοί κατά την διάρκεια της παραμονής του στην εξουσία. Ιδιαίτερα –δε- μετά το πραξικόπημα στην καταστολή του οποίου φέρεται να έπαιξε καθοριστικό ρόλο η οργάνωση.
Επομένως, τα τελευταία χρόνια όποιος μιλά για αυτήν, το κάνει συνήθως ανώνυμα και μέσω διαδικτύου. Εκεί γίνονται συχνές αναφορές για τα έργα και τις ημέρες της που περιλαμβάνουν εκπαίδευση στρατιωτών, μαχητών, πρακτόρων της ΜΙΤ σε μη συμβατικό πόλεμο, αλλά και συμμετοχή σε διενέξεις μέσω μισθοφόρων. Φυσικά, από την πλευρά της η Σαντάτ αρνείται τα πάντα και επιμένει ότι απλά παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες. Πού είναι το κακό σε αυτό;