Πάει για ιστορική «δικαίωση» ο Γιώργος Παπανδρέου...

Και επισήμως υποψήφιος για τον προεδρικό θώκο του ΚΙΝΑΛ ο ΓΑΠ.

Η δυναμική επιστροφή του Γιώργου Παπανδρέου στα κοινά του ΠΑΣΟΚ (οκ, στα κοινά του ΚΙΝΑΛ τέλος πάντων…) μοιάζει με εκπλήρωση αρχαίας προφητείας: «ο εξορισμένος πρίγκηπας μια μέρα θα επιστρέψει ως λυτρωτής και εκείνοι που κάποτε τον λοιδορούσαν θα βλέπουν πλέον στο πρόσωπό του το πρόσωπο του καταλληλότερου ηγέτη».

Πράγματι, για τον Γιώργο Παπανδρέου ο σχεδόν πριγκηπικός ρόλος που κατείχε κάποτε στα κοινά του ΠΑΣΟΚ λειτούργησε περισσότερο ως κατάρα και λιγότερο ως ευλογία. Κουβαλώντας το πιο βαρύ όνομα στο εσωτερικό της πράσινης παράταξης λοιδορήθηκε ταυτόχρονα ως «πολιτικός τζακιού» και ως ο άνθρωπος που επί των ημερών του η πάλαι ποτέ κυρίαρχη κυβερνητική δύναμη της χώρας έχασε για περίπου μια δεκαετία την ταυτότητα αυτή: ανάμεσα στα Μνημόνια που εφάρμοσε το ΠΑΣΟΚ, η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μόνο εκείνο του ΠΑΣΟΚ που είχε καταστροφικό πολιτικό κόστος και ο Παπανδρέου το χρεώθηκε στο έπακρο αυτό.

Στο έτος 2021 ωστόσο και με τον πολιτικό χρόνο να έχει παραγάγει στιγμές και γεγονότα πέρα για πέρα απρόβλεπτα και περίπλοκα, η προσωπική του δυναμική μοιάζει να επανέρχεται ανανεωμένη. Το αφήγημα αργά αλλά σταθερά αλλάζει για την πάρτη του: δεν είναι λίγοι εκείνοι που αναγνωρίζουν στον πρώτο Πρωθυπουργό των Μνημονίων προθέσεις και πολιτικές που δεν εφαρμόστηκαν ποτέ και που δυνητικά θα μπορούσαν να έχουν διαφοροποιήσει τις εξελίξεις.

Με την εσωκομματική μάχη για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ (οκ, του ΚΙΝΑΛ…) να μαίνεται και με την βάση του κόμματος να καλείται μέσω της αντίστοιχης εκλογής αρχηγού να διαλέξει το τι είδους κόμμα θέλει να είναι το κόμμα του την επόμενη μέρα, η επαναφορά του (και επισήμως υποψηφίου, πια) Γιώργου Παπανδρέου στο προσκήνιο της συζήτησης αναβαθμίζει καθοριστικά την διαδικασία.

Πρόκειται άλλωστε για μια παράταξη που εδραιωμένη ως τρίτη (και καταϊδρωμένη ωστόσο) κοινοβουλευτική δύναμη βίωσε μια μεγάλη κρίση ταυτότητας κυρίως στο επίπεδο των φυσικών της συνομιλητών.

Με τον σύγχρονο δικομματισμό να αποτελείται πλέον από την Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ απέτυχε να δώσει μια καθαρή απάντηση αναφορικά με το ποιανού το στήριγμα θα υπάρξει σε ενδεχόμενο μελλοντικής συγκυβέρνησης. Και αν η απερχόμενη αρχηγός της παράταξης, Φώφη Γεννηματά πορεύτηκε υπερτονίζοντας την επιτυχίας της μη διάσπασης του κόμματος εν μέσω μιας εσωτερικά διχαστικής συνθήκης, αναπόφευκτα η επόμενη μέρα απαιτεί πιο καθαρά προτάγματα.

Κάπως έτσι, η καθαρά εσωτερική διαδικασία της εκλογής του επόμενου αρχηγού έχει στραμμένα πάνω της πολλά περισσότερα βλέμματα από αυτά που κοιτάνε εξειδικευμένα τα τεκταινόμενα της παράταξης. Αν η επόμενη μέρα των εκλογών βρει κερδισμένο τον Παπανδρέου, δεν είναι λίγοι εκείνοι που βλέπουν μεγαλύτερα ποσοστά για το κόμμα: δεν είναι μόνο ότι θα διακοπεί η ροή ψηφοφόρων προς το ΣΥΡΙΖΑ αλλά και συνάμα πως ορισμένοι θα επαναπατριστούν.

Ανεξαρτήτως αποτελέσματος βέβαια θα υπάρξουν και οι αντίρροπες αποχωρήσεις και αυτό είναι δεδομένο. Αλλά, κακά τα ψέματα, μόνο εφόσον το ΠΑΣΟΚ αμφισβητήσει την ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ στον κεντροαριστερό χώρο θα επανακτήσει κάτι από την περασμένη του δυναμική και είναι μάλλον κοινώς αποδεκτό πως αυτό θα συμβεί με τον Παπανδρέου και το ανανεωμένο του προφίλ σε θέση-κλειδί.

Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί: ήδη τα εκλογικά κουκιά αρχίζουν να μετριούνται στην κεντροαριστερή πιάτσα. Οι εκτιμήσεις που θέλουν την Νέα Δημοκρατία να χάνει κόσμο από τα δεξιά της, η προσδοκία της εκλογικής ανόδου του ΠΑΣΟΚ, το δεδομένο πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι τουλάχιστον το δεύτερο κόμμα και με την επερχόμενη εκλογική διαδικασία στηριγμένη στην απλή αναλογική και δίχως το μπόνους των 50 εδρών για το πρώτο κόμμα να βρίσκεται πια στο τραπέζι, δημιουργείται ένας συνδυασμός γεγονότων που κάνει πιο υπαρκτή από ποτέ την δημιουργία ενός μεγάλου κεντροαριστερού, φανατικά αντιδεξιού και εκ των πραγμάτων κυβερνητικού μετώπου…