Ο νικητής του debate ήταν ξεκάθαρα ένας…

Σίγουρα όχι ο ουσιαστικός πολιτικός διάλογος (ή αντίλογος).

Η διαδικασία του debate είχε πάντα μια λογική: να δει το εκλογικό κοινό τους πολιτικούς αντιπάλους να «κονταροχτυπιούνται». Είναι η στιγμή που τελειώνουν οι ομιλίες μπροστά σε φανατισμένα κοινά που έχουν προαποφασίσει τι θα ψηφίσουν και εκτίθονται στα μάτια των αναποφάσιστων επιχειρώντας να κερδίσουν τις εντυπώσεις, οι οποίες με τη σειρά τους αναμενόμενα θα μεταφραστούν σε ψήφους. Είναι διαδικασίες πολύ πιο έντονες από απλές συνεντεύξεις: ναι, ένας καλός δημιοσιογράφος μπορεί να στριμώξει έναν πολιτικό και σε μια μεμονωμένη συνέντευξη αλλά στο debate υπάρχει και ο παράγοντας της άμεσης σύγκρισης με τους αντιπάλους τους.

Στην Ελλάδα οι πολιτικοί είναι πολύ κακομαθημένοι από τους δημοσιογράφους. Είναι σε μαύρα χάλια έτσι κι αλλιώς η δημοσιογραφία, που από καιρό έχει πάψει να τηρεί έστω και τους τύπους αναφορικά με τον ρόλο της και οι πολιτικοί έχουν συνηθίσει να μην παίρνουν ρίσκα. Μιλάνε μόνο σε δημοσιογράφους που περισσότερο λειτουργούν ως αβανταδόροι τους και όποτε τύχει να πέσουν σε κάποιον που δεν έχει τη διάθεση να τους χαϊδέψει τα αυτιά και να τους κάνει βολικές ερωτήσεις, στριμώχνονται πανεύκολα, χάνουν την υπομονή τους, τινάζουν στον αέρα τις συζητήσεις.

Δεν είναι να απορεί λοιπόν κανείς που στην Ελλάδα οι πολιτικοί αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι το debate. Και εδώ που τα λέμε αν είναι τα debate να γίνονται όπως το φετινό, καλύτερα να μην γίνονται καθόλου. Πρόκειται κυριολεκτικά για χαμένο χρόνο. Μια διαδικασία ανώδυνη και άοσμη, δομημένη με τέτοιο τρόπο ώστε το κλίμα να είναι απόλυτα ευνοϊκό για τους πολιτικούς αρχηγούς, ώστε να μην εμπεριέχει το παραμικρό άγχος, την παραμικρή μεταξύ τους αλληλεπίδραση. Απλά προκάτ απαντήσεις σε προκάτ ερωτήσεις, καλοτακτοποιημένοι παράλληλοι μονόλογοι που μοιάζουν ακριβώς με τις προεκλογικές τους ομιλίες.

Μοιάζει απόλυτα λογικό λοιπόν το ότι συγκεκριμένος νικητής από όλη αυτή την ιστορία δεν υπάρχει. Διότι πολύ απλά δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Ή μάλλον εδώ που τα λέμε υπάρχει ένας: ο φανατισμός. Αυτός βγαίνει πιο ενδυναμωμένος από οτιδήποτε άλλο. Μια ματιά στα social media θα πείσει τον καθένα. Όλοι πανηγυρίζουν για το πώς ο δικός τους υποψήφιος νίκησε τους υπόλοιπους. Προφανώς αυτό δεν γίνεται: αν νίκησαν όλοι τότε δεν νίκησε κανένας. Προφανώς, κανείς δεν βλέπει πέρα από αυτά που θέλει να δει.

Το debate ήταν ένας πολύ ωραίος τρόπος για να μπετονάρει ο κάθε πολιτικός αρχηγός την βάση του. Για να συσπειρώσει τις προαποφασισμένες ψήφους του. Σίγουρα τα κατάφεραν όλοι. Όμως αυτό το πράγμα debate δεν μπορεί να λέγεται. Η συζήτηση για την πολυφωνία στην Ελλάδα και για τους όρους με τους οποίους διεξάγεται η πολιτική πρέπει να ανοίξει άμεσα γιατί μια τέτοια κατάσταση όπως αυτή που ανέδειξε το debate είναι πολύ πιο κοντά στην δυστοπία απ’ ότι φανταζόμαστε.