Όταν το καλοκαίρι του 2019, η Νέα Δημοκρατία κέρδισε με σχετική ευκολία τόσο τις ευρωπαϊκές όσο και τις εθνικές εκλογές, ένα από τα πιο επαλαμβανόμενα σλόγκαν των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ στα talk show όπου σχολιάζονταν τα εκλογικά αποτελέσματα ήταν εκείνο που έλεγε εκείνες οι εκλογές έδειξαν πως το (τότε) κόμμα του Αλέξη Τσίπρα «είναι η μεγάλη δύναμη στον χώρο της κεντροαριστεράς» (και ας έπεσε με κρότο από την κυβέρνηση). Η ατάκα αυτή δεν ήταν απλά ένας τρόπος να χρυσωθεί το χάπι για την εκλογική αποτυχία. Ήταν ταυτόχρονα απόρροια μιας διαπίστωσης και μήνυμα για την διαχείρισή της.
Η διαπίστωση είχε να κάνει με το γεγονός ότι το πολιτικό σκηνικό που διαμορφωνόταν έκανε ξεκάθαρο πως τα δυο μεγάλα παραδοσιακά πολιτικά στρατόπεδα της Ελλάδας (Κεντροδεξιά-Κεντροαριστερά) έχουν επανασυγκροτηθεί και πως όσο το ένα έχει κεντρικό φορέα (την Νέα Δημοκρατία) αλλά το άλλο είναι χωρισμένο στα δυο (ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ), τα αποτελέσματα θα είναι πάντα «μπλε». Η διαχείριση αυτής της διαπίστωσης ήταν το ζητούμενο: αν το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ φτιάξουν κοινό μαγαζί, ποιος θα έχει την ηγεμονία;
Πέρασαν τέσσερα χρόνια, άλλη μια ήττα στις εκλογές για τον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς προστέθηκε και στο ενδιάμεσο είχε καταστεί αδύνατη η συγκρότηση αυτού του κοινού μαγαζιού. Τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ είχαν από τη μια να αντιμετωπίσουν τις εσωτερικές τάσεις που διαφωνούσαν με αυτή την πιθανότητα (με εκείνες του ΠΑΣΟΚ να αντιλαμβάνονται την Δεξιά ως φυσική συνομιλήτριά τους και εκείνες και εκείνες του ΣΥΡΙΖΑ την Αριστερά) και από την άλλη να αρνούνται να παραδόσουν τα υποτιθέμενα σκήπτρα του αφεντικού της Κεντροαριστεράς. Λογικό: ολόκληρο ΠΑΣΟΚ, πολύ σκληρό για να πεθάνει ακόμα και στη χειρότερη περίοδό του, θα ήταν αυτοκτονικό επικοινωνιακά να δηλώσει υποταγή στο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα. Και από την άλλη, ο εδραιωμένος σε κυβερνητική τροχιά ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα δεν θα μπορούσε απαρνηθεί τη δυναμική του με μια τέτοια κίνηση.
Βρισκόμαστε σε μια περίοδο που η ίδια η πραγματικότητα μοιάζει να δίνει λύση στην πολυσυζητημένη διαφωνία. Οι νίκες του ΠΑΣΟΚ με την ανοιχτή στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ στις τρεις πιο κεντρικές μάχες των αυτοδιοικητικών εκλογών, δηλαδή στους Δήμους Αθήνας και Θεσσαλονίκης αλλά και στην Περιφέρεια Θεσσαλίας, φανερώνουν πως η κοινωνική παντοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας σχετικοποιείται όταν απέναντί της βρίσκεται μόλις ένας και ταυτόχρονα (έστω και πρόχειρα) συγκροτημένος πόλος.
Το μομέντουμ είναι προφανές πως δίνει στο ΠΑΣΟΚ την πρωτοβουλία των κινήσεων για την επόμενη μέρα στον χώρο της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης. Ο αναβαπτισμένος υπό την ηγεσία του Στέφανου Κασσελάκη ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει με ένα κόμμα που βρίσκεται στα πρόθυρα της διάσπασης (δείτε τι έγινε με Τζουμάκα και Φίλη την Παρασκευή), με πολλές συγκρούσεις στο εσωτερικό του, με αμφίβολη την δυναμική του ακόμα και στην συνθήκη της μεγάλης αλλαγής σελίδας στην οποία βρίσκεται, την στιγμή που η ψήφος στο ΠΑΣΟΚ κατοχυρώνεται ως αυτονόητη επιλογή εναντίωσης στην Νέα Δημοκρατία, παράγει νέα πρόσωπα που κοιτάνε στα μάτια τα βαριά χαρτιά της Νέας Δημοκρατίας και βάζει πλώρη για την εδραίωση στη δεύτερη θέση των ευρωεκλογών.
Μόλις μερικές μέρες μετά τα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών, στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ μιλάνε ανοιχτά για σύμπραξη με το ΠΑΣΟΚ και είναι μάλλον αυτονόητο πως πλέον αυτή η συζήτηση θα ανοιξεί με τους όρους της παράταξης του Ανδρουλάκη. Οι δημόσιες εκκλήσεις για την έναρξή της από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζουν να αγνοούνται για την ώρα από το ΠΑΣΟΚ, που ούτε λίγο ούτε πολύ διαμηνύει πως δεν τις χρειάζεται τις συζητήσεις για μόνιμες συμμαχίες: το μαγαζί είναι έτοιμο, ανεβαίνει και είναι ανοιχτό σε προσχωρήσεις, γιατί να μπλέξει με μέτωπα; Η κίνηση είναι λογική: πρώτα θα εξαντλήσει τις πιθανότητες να σαρώσει για τα καλά τον ΣΥΡΙΖΑ και στην συνέχεια, αν δεν τα καταφέρει στο μέγιστο βαθμό και συνεχίσει να τον έχει ανάγκη, θα τον παγιδέψει σε μια συνεργασία όπου θα είναι κομπάρσος.
Αν πάλι ο νέος ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη φανεί δύσκολος αντίπαλος στην διαδικασία για την ηγεμονία εντός της Κεντροαριστεράς, οι όροι θα αλλάξουν εκ νέου αλλά όχι καθοριστικά: είναι μάλλον αδύνατο να μετουσιωθεί σε κάτι παραπάνω από χρήσιμος συνομιλητής. Σε κάθε περίπτωση ο χρόνος είναι με το μέρος του ΠΑΣΟΚ και έχει όλη την ευχέρεια να εκτιμήσει πως θα διαχειριστεί την κατάσταση.
Η μεγάλη πρόκληση παραμένει η επαναφορά σε κυβερνητική τροχιά μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια και η επαναφορά στα διακυβεύματα που το εδραίωσαν ως βασικό πόλο του παραδοσιακού δικομματισμού, περίπου δέκα χρόνια μετά την απομάκρυνσή του από αυτά…