Ήταν δεδομένο πως η εποχή μετά την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν μια εποχή μεταβατική, δύσκολη και ιδιότροπη για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ άλλωστε υπήρξε ένα πέρα για πέρα προσωποκεντρικό μόρφωμα, σε τέτοιο βαθμό που μόνο με το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου μπορεί να συγκριθεί σε αυτό το επίπεδο: καθόλου τυχαία, ο Τσίπρας μπήκε ουκ ολίγες φορές στον πειρασμό να συγκριθεί επικοινωνιακά με τον τελευταίο.
Αυτή η προσωποκεντρική φυσιογνωμία έκρυψε κάτω από χαλί τις μεγάλες παθογένειες του κόμματος. Οι εσωτερικές του τάσεις, που πλέον φαίνεται πως διακατέχονται από διαφωνίες που υπερβαίνουν κατά πολύ τις διαφωνίες των εσωτερικών τάσεων που συναντά κανείς σε κάθε κόμμα, έμειναν για χρόνια ενωμένες με τον Τσίπρα να αποτελεί την τέλεια συγκολλητική ουσία αλλά αυτό είχε και τα αρνητικά του: μπορεί η ενωτική φιγούρα του Τσίπρα να κράτησε συμπαγή μια παράταξη που (όπως πλέον γίνεται κατανοητό) υπό άλλες συνθήκες θα είχε σκορπίσει σε χίλια κομμάτια αλλά η ενότητα αυτή αποδείχθηκε πως έπασχε από αληθινές συγκλίσεις και αυτό είναι κάτι που είναι αδύνατο να μην χρεωθεί στον επί χρόνια ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ (ειδικά με δεδομένη την εκλογική κατάρρευση εξαιτίας αυτής της συνθήκης).
Σε κάθε περίπτωση, ο ΣΥΡΙΖΑ έμαθε να ζει μέσα σε αυτή την κατάσταση, να επιχειρεί δηλαδή στο εσωτερικό του να συνθέσει αντιλήψεις που είναι αμφίβολο πως μπορούν να συνθεθούν. Το πρόβλημα είναι πως όταν αυτή η προσπάθεια έχει ως μοναδικό εγγυητή για την ομαλότητά της ένα και μόνο πρόσωπο, δεν μπορείς και να διανοηθείς πως μπορεί να συντονιστεί από κάποιο άλλο πρόσωπο. Κυρίως, διότι κάθε άλλο πρόσωπο που θα καλούταν να αναλάβει αυτή τη δύσκολη διαδικασία, θα ήταν αυτόματα ταυτισμένο με την μια πλευρά των διαφωνιών.
Κάπως έτσι γαλουχήθηκε πανεύκολα στα εσωτερικά του ΣΥΡΙΖΑ το «φαινόμενο Κασσελάκης». Ήταν τόσο έντονη η ανάγκη του πλειοψηφικού κομματιού της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ να μην ξεμείνει το κόμμα από έναν αρχηγό-σταρ που και μόνο στην υπόννοια πως ο Κασσελάκης θα μπορούσε να είναι ακριβώς αυτό, η συσπείρωση γύρω του έγινε άρον-άρον, πέρα για πέρα βιαστικά και με μεγάλο φανατισμό: έφυγε ο μεγάλος ηγέτης, ζήτω ο μεγάλος ηγέτης. Οι παραδοσιακές εναλλαγές ηγεσίας που συμβαίνουν στα άλλα κόμματα, εκείνες που προέρχονται από τις ίδιες τις διεργασίες και τους μηχανισμούς του κόμματος και η μεταβατική αλλά και επίμονη περίοδος που έρχεται σετ με αυτές, ήταν μια διαδικασία που προκαλούσε αναγούλες στο μεγαλύτερο κομμάτι του κόσμου ΣΥΡΙΖΑ.
Όμως η πολιτική δεν είναι μόνο επικοινωνία. Για την ακρίβεια, η επικοινωνία είναι το σκέλος της πολιτικής που λειτουργεί ενισχυτικά για ένα σχέδιο. Μόνη της, χωρίς το σχέδιο είναι σκέτη κοροϊδία. Η βάση του ΣΥΡΙΖΑ έμαθε να σκέφτεται επικοινωνιακά όλα αυτά τα χρόνια της άνευ όρων στήριξης στον Τσίπρα και ελάχιστα πολιτικά. Αυτόνοητα, η απλοϊκή και επικοινωνιολάγνα αντίληψη που έδωσε την ηγεσία στον Κασσελάκη μοιάζει να ξεγυμνώνεται σε χρόνο ρεκόρ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε ένα πρωτόγνωρο πολιτικό φαινόμενο, γαλουχημένο ωστόσο σε πρωτόγνωρες πολιτικές εποχές. Ο Τσίπρας και ο ρόλος του σε αυτό δεν μπορούν να αποσυνδεθούν από τις εποχές που εκτόξευσαν τον ΣΥΡΙΖΑ σε ένα κόμμα κυβερνητικής τροχιάς. Αναμενόμενα, το κλείσιμο της περιόδου του Τσίπρα στον ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να συνοδεύεται με μια συνολική αναπροσαρμογή του κόμματος στα νέα δεδομένα. Η απολίτικη ψευδαίσθηση πως η βιαστική κατασκευή ενός αύθαρτου ηγέτη ισοδυναμεί με την εν λόγω αναπροσαρμογή, η ίδια η ψευδαίσθηση πως οι ηγέτες κατασκευάζονται έξω από τους μηχανισμούς που θα κληθούν να κουμαντάρουν, θα πληρωθεί ακριβά.