Όταν το 1996 ο Ανδρέας Παπανδρέου έφυγε από τη ζωή, το ΠΑΣΟΚ βίωσε μια μεγάλη εσωτερική διαπάλη αναφορικά με την ταυτότητα που θα είχε τα επόμενα χρόνια. Ο λαοφιλής Ανδρέας, αναμφισβήτος ηγέτης και ιδρυτής της παράταξης, αποτελούσε την τέλεια συγκολητική ουσία ανάμεσα στην λεγόμενη εκσυγχρονιστική τάση και την παραδοσιακά λαϊκή τάση του κόμματος και παρά την σκληρή εσωκομματική σύγκρουση ανάμεσά τους, το ΠΑΣΟΚ βγήκε αλώβητο την επόμενη μέρα διατηρώντας την συνοχή του.
Η ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ και ειδικότερα, η ιστορία του επί ηγεσίας Αλέξη Τσίπρα, άμεσα συνδεδεμένη με μια συγκεκριμένη εποχή και τις ιδιαιτερότητές της, συγκρίθηκε ουκ ολίγες φορές με εκείνη του ΠΑΣΟΚ. Όχι μόνο επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε τον αυτονόητο αντικαταστάτη του ΠΑΣΟΚ στο καινούριο δικομματικό σχήμα της κεντρικής πολιτικής σκηνής αλλά και εξαιτίας της προσωποκεντρικής διάστασής του: η υπεροχή του Τσίπρα στον ΣΥΡΙΖΑ μόνο σε εκείνη του Ανδρέα μέσα στο ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να βρει τέτοια αντιστοιχία.
Όμως κάθε εποχή έχει και τις ιδιαιτερότητές της και κάθε φαινόμενο επηρρεάζεται και παράγεται από αυτές: η ιστορία δεν μπορεί να επαναληφθεί απλά κοιτώντας το παρελθόν και αντιγράφοντάς το, όπως σε μεγάλο βαθμό επιχείρησε να κάνει ο Αλέξης Τσίπρας από την στιγμή που αντιλήφθηκε πως αποτελεί τον συμβολικό διάδοχο του Παπανδρέου στη πολιτική ζωή της χώρας. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποδείχθηκε πολύ πιο αδύναμος να ξεπεράσει την προσωποκεντρική του λειτουργία όταν έφτασε η μεγάλη και αναπόφευκτη ώρα της αλλαγής ηγεσίας. Εν τέλει, αυτές τις μέρες το κόμμα βιώνει το τέλος του έτσι όπως το μάθαμε: η μετά-Τσίπρα περίοδος χαρακτηρίζεται από μια σαφέστατη διαχωριστική γραμμή σε σχέση με την εποχή Τσίπρα και το ζητούμενο της κομματικής συνέχειας άνευ προσώπων αποτελεί ένα όνειρο θερινής νυκτός για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Σαφέστατα βέβαια, ο Τσίπρας δεν αποχώρησε από τον προεδρικό θώκο με το ίδιο πρεστίζ που είχε τα προηγούμενα χρόνια αλλά με ένα τραυματισμένο προφίλ, απότοκο δύο διαδοχικών εκλογικών ηττών και της κρίσης που αναπόφευκτα αυτές προκάλεσαν στο κόμμα: η επόμενη μέρα δεν εμπεριείχε πολυτέλειες. Η είσοδος του Κασσελάκη στα πράγματα λειτούργησε ως πυρηνική βόμβα και αντί να δώσει λύση στη νομοτελειακή διαμάχη εσωκομματικών αντιλήψεων που θα ακολουθούσε μετά τη φυγή του Τσίπρα συντέλεσε στην ακριβώς αντίθεση εξέλιξη. Πλέον, ακόμα και όσοι δυσανασχετούσαν με την αποφυγή του Τσίπρα να δώσει σαφή κατεύθυνση στον ΣΥΡΙΖΑ προς χάρη μιας επίπλαστης ενότητας, έχουν καταλήξει να αναπολούν το πρόσφατο παρελθόν μπροστά στη σημερινή κατάντια.
Όμως ακόμα και αυτή η συμπεριφορά, αυτή της νοσταλγίας ενός παρελθόντος που μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μοιάζει εξειδανικευμένο, αδυνατεί να αντιληφθεί την αντίφαση: το σήμερα είναι αποτέλεσμα ακριβώς των χαρακτηριστικών αυτού του παρελθόντος που τόσοι και τόσοι οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ αναπολούν. Διότι πως θα μπορούσε η εποχή Τσίπρα να παράξει και μια πειστική διάδοχη κατάσταση από τη στιγμή που ήταν τόσο προσωποκεντρική; Σε ένα κόμμα που άπαντες έμαθαν να ζουν στη σκιά του μεγάλου αρχηγού, αυτονόητα χωρός για να αναδειχθούν διάδοχες καταστάσεις δεν υπήρχε.
Η λάμψη του Τσίπρα άφησε μηδενικό χώρο ανάπτυξης για νέες ηγετικές φιγούρες: όλες τους έγιναν γνωστές στο κοινό του ΣΥΡΙΖΑ ετεροκαθοριζόμενες από αυτόν, καμία τους δεν μπορούσε να πείσει πως θα τον αντικαταστούσε γιατί καμία τους δεν εκλήφθηκε ποτέ ως δυνητικά αρχηγική, στο σχήμα «ο Τσίπρας και όλοι οι άλλοι», οι τελευταίοι ήταν και θα είναι πάντα «όλοι οι άλλοι». Όλη αυτή η λογική εκπαίδευσε την κοινωνική βάση του ΣΥΡΙΖΑ στο να αντιλαμβάνεται το κόμμα μόνο μέσα από το πρίσμα ενός μεγάλου αρχηγού και αφού το ίδιο το κόμμα δεν δημιούργησε τις συνθήκες για να αναδειχθεί αυτός από μέσα, μπορούσε να έρθει μόνο από έξω.
Έτσι προέκυψε ο Κασσελάκης: από έξω. Και μαζί του ήρθε και μια σκληρή συνειδητοποίηση: η πολιτική συζήτηση περί εξέλιξης του κόμματος είχε υποκατασταθεί από την ανάγκη για τον νέο εκλεκτό/ηγέτη. Στην πρώτη υπόννοια πως αυτός βρέθηκε, έτρεξαν άπαντες να επικυρώσουν την έλευσή του. Τσάμπα οι αντίπαλοι του Κασσελάκη βαράνε καμπανάκια συναγερμού για την αποπολιτικοποίηση του κόμματος από τον νέο του αρχηγό και την συνεπαγώμενη δεξιά μετάλλαξη που αυτή φέρνει: ο πλανήτης ΣΥΡΙΖΑ έμαθε να θεωρεί περιττές τέτοιες συζητήσεις. Το ζητούμενο ήταν το νέο πρόσωπο, το άφθαρτο, ο αντί-Αλέξης. Η επισήμανση πως ο Τσίπρας ήταν χρήσιμος ακριβώς λόγω των συνθετικών του ικανοτήτων, συνεπώς ένα πρόσωπο που εκ του αποτελέσματος αδυνατεί να κρατήσει ενωμένο το κόμμα (πως θα μπορούσε άλλωστε να πράξει διαφορετικά ένας «αλεξιπτωτιστής» με μηδαμική πολιτική προϊστορία;) εκλαμβάνεται ως λεπτομέρεια.
Ο ΣΥΡΙΖΑ τελείωσε μαζί με την εποχή που τον γέννησε. Ο νέος ΣΥΡΙΖΑ είναι εδώ με μια νέα εποχή μαζί του. Τα διασπασμένα κομμάτια του θα κληθούν να δημιουργήσουν εκ του μηδενός τον χώρο που άφησε κενό εξ’ αριστερών του η έλευση του Κασσελάκη με μια πικρή διαπίστωση στο μυαλό: η σημερινή, τραγική κατάσταση του χώρου ήταν η αυτονόητη κατάληξη του δοξασμένου παρελθόντος. Αλλά με τέτοια κατάληξη πόσο δοξασμένο μπορεί ακόμα να αποκαλείται;