Κατά την πρώτη τετραετία διακυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, ένα από τα πιο συχνά επιχειρήματα της αντιπολίτευσης εναντίον του δεν ήταν άλλο από το ότι «αποτελεί μια ακροδεξιά κυβέρνηση». Αν και κάτι τέτοιο αποτελούσε μια υπεραπλούστευση, η αντικειμενική αλήθεια είναι πως εμπεριείχε στοιχεία πραγματικότητας: πρωτοκλασσάτα στελέχη της κυβέρνησης του άλλωστε έχουν αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα τους στην ακροδεξιά ενώ οι κυβερνητικές δηλώσεις που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τέτοιες μόνο λίγες δεν ήταν.
Όμως οι εκλογές του περασμένου καλοκαιριού απέδειξαν πως οι αναλύσεις που ούτε λίγο ούτε πολύ ήθελαν το μεγαλύτερο τμήμα της ακροδεξιάς να έχει ενσωματωθεί στην Νέα Δημοκρατία, ήταν μάλλον αφελείς. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως παρά τα επιχειρήματα περί ακροδεξιών φωνών εντός του κυβερνητικού στρατοπέδου, ο χώρος της ακροδεξιάς όχι απλά παρέμενε ακόμα κάτι ανεξάρτητο σε σχέση με την κυβέρνηση αλλά και παρά τα τεράστια ποσοστά της τελευταίας που έφταναν το 40%, υπήρχε πολύ μεγάλο περιθώριο και για τα ξεκάθαρα ακροδεξιά κόμματα.
Εκτός από την Ελληνική Λύση, η επιτυχία της οποίας το 2019 εκλήφθηκε ως αποτέλεσμα της διάλυσης της Χρυσής Αυγής, τμήματα της οποίας μεταφέρθηκαν σε αυτή, το περσινό καλοκαίρι προστέθηκαν στο κοινοβούλιο άλλα δύο ακροδεξιά κόμματα: η Νίκη και οι Σπαρτιάτες. Για πολλούς υπήρχε και ένα τέταρτο: η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου που παρά το γεγονός ότι οι ρίζες της βρίσκονται στην Αριστερά, εξέφρασε θέσεις που δεδομένα προσέλκυσαν ακροδεξιούς ψηφοφόρους.
Με άλλα λόγια, η μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού προς τα δεξιά όχι μόνο ήταν εκκωφαντική, όχι μόνο δεν αφορούσε περιοριστικά τον θρίαμβο της Νέας Δημοκρατίας αλλά αυτόματα μετέτρεπε την τελευταία σε αντικειμενικό κέντρο. Και αυτό όχι μόνο σε θεωρητικό επίπεδο: ας δούμε απλά πόσο «στενό μαρκάρισμα» δέχθηκε από τα δεξιά της η κυβέρνηση για μια σειρά θέσεών της όπως ο γάμος και η τεκνοθεσία των ομόφυλων ζευγαριών ή το νομοσχέδιο για τους μετανάστες.
Οι Ευρωεκλογές που διεξάγονται σήμερα ενδέχεται να επιβεβαιώσουν πως αυτή η στροφή προς τα δεξιά όχι απλά συνεχίζεται αλλά παίρνει και ακόμα πιο μαζικά χαρακτηριστικά. Τα γκάλοπ και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως το συνολικό 13% (χωρίς την Πλεύση Ελευθερίας…) που συγκέντρωσαν τα ακροδεξιά κόμματα πέρυσι στις εθνικές εκλογές, ενδέχεται να είναι και… λίγο σε σχέση με τα ποσοστά που θα μαζέψουν συνολικά φέτος.
Η αίσθηση ότι όλες οι εκφάνσεις του ακροδεξιού χώρου (Βελόπουλος, Νίκη, Λατινοπούλου, Εμφιετζόγλου κτλ κτλ.) θα ξεπεράσουν ακόμα και το 18% μοιάζει πολύ πιθανό να επιβεβαιωθεί. Αυτό θα σημαίνει ότι ενισχύεται πως δεξιά στροφή του πολιτικού σκηνικού με πολύ ακραίες φωνές ενδέχεται να είναι η ουσιαστική είδηση της ημέρας. Ενώ το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ «μονομαχούν» για το ποιο κόμμα εξ’ αριστερών της Νέας Δημοκρατίας θα είναι η δεύτερη δύναμη, ενώ το ΜΕΡΑ25 και η Νέα Αριστερά μάχονται για το πολυπόθητο 3%, που φαίνεται πως μόνο ένας εκ των δυο θα κατακτήσει, τα ποσοστά της ακροδεξιάς ενδέχεται να προξενήσουν… ίλιγγο: με ουσιαστικούς όρους, ο ευρύτερος αυτός χώρος φαίνεται πως είναι η βασική αντιπολίτευση σε μια κυβέρνηση που… δεν την λες και αριστερή…