Ο Αλέξης Τσίπρας δεν λείπει από την κεντρική πολιτική σκηνή ούτε έναν χρόνο. Παραιτήθηκε από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τον Σεπτέμβρη του 2023 αφήνοντας πίσω του ένα κόμμα ηττημένο με εκκωφαντικό τρόπο στις εθνικές εκλογές και μια διάδοχη κατάσταση που μοιάζει πολύ μακριά από τις δικές του μέρες σε πολλαπλά επίπεδα: τόσο σε επίπεδο αισθητικής όσο και σε επίπεδο συνοχής, ο ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη μοιάζει έτη φωτός μακριά από τον ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα.
Ακόμα και η σταδιακή ηγεμονία Κασσελάκη βέβαια ήταν μια επί της ουσίας ανάδειξη για τον φθαρμένο ρόλο του Τσίπρα. Ο νέος ηγέτης του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης όχι μόνο απομακρύνθηκε αποφασιστικά από τις παρακαταθήκες του προκατόχου του αλλά ήρθε και σε ευθεία σύγκρουση -η οποία εν τέλει οδήγησε σε διάσπαση- με τους πιο κοντινούς του ανθρώπους. Όχι ακριβώς ο καταλληλότερος τρόπος για να αποσυρθεί κάποιος με τόση σημασία στην πορεία του κόμματος που ξεκίνησε ως μια μικρή κοινοβουλευτική δύναμη και έφτασε να γίνει κυβέρνηση.
Οι αναγγελίες για την δημιουργία του Ινστιτούτου Τσίπρα έμοιαζαν ως μια προσπάθεια να συνεχίσει την πολιτική μακριά από την επικακτικότητα της ενασχόλησης με την επικαιρότητα. Μέσα από θεωρητικές, πολιτικές συζητήσεις υπό την αιγίδα του και με το στίγμα του, ο Τσίπρας θα είχε την δυνατότητα να επηρρεάζει τον πολιτικό διάλογο δίχως επιπτώσεις αφενός και να κρατάει τις αποστάσεις του από το ίδιο το κόμμα του, που πλέον όμως δεν είχε τη δική του «υπογραφή» αφετέρου.
Φαίνεται όμως πως οι εξελίξεις στην Κεντροαριστερά είναι τέτοιες που δύσκολα θα μπορούσε να αποφύγει ο Αλέξης Τσίπρας την επαναφορά του στα κεντρικά ζητήματα. Οι πρόσφατες ευρωεκλογές ανέδειξαν εκ νέου πως μόνο μέσα από μια μεγάλη συμπόρευση ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί ο χώρος να κοιτάξει στα μάτια την Νέα Δημοκρατία και το ερώτημα αναφορικά με το αν η ηγεμονία και η πρωτοβουλία των κινήσεων (θα πρέπει να) ανήκουν στον ΣΥΡΙΖΑ ή το ΠΑΣΟΚ όχι απλά δεν απαντιέται αλλά διαιωνίζεται.
Ο Κασσελάκης άλλωστε μπορεί να κατάφερε να κρατήσει με νύχια και με δόντια την δεύτερη θέση για τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά παραμένει ένα πρόσωπο με ελάχιστο σεβασμό εκτός ΣΥΡΙΖΑ και δίχως τεράστια αποδοχή ακόμα και εντός του κόμματός του: πολλά κομβικά στελέχη που έμειναν παρά τις διασπάσεις φαίνεται πιο πολύ να το έκαναν επειδή το «μαγαζί» ήταν έτοιμο και όχι επειδή εμπνέονται από τον Κασσελάκη, τον οποίο μάλλον ανέχονται παρά στηρίζουν. Φυσικά ο Κασσελάκης έχει και τον δικό του μηχανισμό υποστήριξης αλλά σε κάθε περίπτωση οι συσχετισμοί είναι οριακοί για τον ίδιο μέσα στο ίδιο το κόμμα του.
Στον αντίποδα, κρίση ηγεσίας βιώνει (και) το ΠΑΣΟΚ. Το ότι δεν κατάφερε να εκμεταλλευτεί την αντίστοιχη κρίση του ΣΥΡΙΖΑ και να τον νικήσει στη μάχη για την δεύτερη θέση των ευρωεκλογών μοιάζει με κανονικό κατόρθωμα για τον Ανδρουλάκη, που πλέον βλέπει ανοιχτά διάφορες φωνές να αμφισβητούν την αρχηγία του. Την ίδια στιγμή, το ευρύτερο κοινό της Κεντροαριστεράς δείχνει στις δημοσκοπήσεις πως είναι ώριμο για την μεγάλη συνεργασία που για την ώρα μοιάζουν αδύναμες να πραγματώσουν οι ίδιες οι πολιτικές δυνάμεις που του απευθύνονται.
Ο Τσίπρας αναπόφευκτα γίνεται εκ νέου επίκαιρος. Απομακρυσμένος από όλη αυτή τη διαδικασία που μόνο φθείρει και καθόλου δεν αναδεικνύει πρόσωπα, με δεδομένο κύρος και έχοντας δώσει για χρόνια εξετάσεις με επιτυχία για το πως ένας πολιτικός σχηματισμός παραμένει συμπαγής παρά τις διαφορετικές εσωτερικές τάσεις, μοιάζει το απόλυτο πρόσωπο-γέφυρα σε μια διαδικασία σύμπραξης που πλέον δεν μπορεί να αποφευχθεί.
Το γεγονός ότι στην πρόσφατη εκδήλωση του Ινστιτούτου Τσίπρα, ο τελευταίος δεν απέφυγε να πάρει δημόσια θέση για την ανάγκη δημιουργίας μιας μεγάλης Κεντροαριστερής παράταξης ερμηνεύεται από πολλούς ως ξεκάθαρη πρόθεση του ίδιου να αναλάβει τον ρόλο του κοινού συνομιλητή με όλες τις τάσεις του χώρου του, τον ρόλο ενός υπερκομματικού ηγέτη που θα πρωταγωνιστήσει σε μια ενωτική πρωτοβουλία…