Η διαγραφή του Αντώνη Σαμαρά από την Νέα Δημοκρατία φαίνεται πως είναι μια κίνηση στρατηγικής από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, σε μια αναμέτρησή του με τον πρώην πρωθυπουργό που είναι διαρκείας, εμπεριέχει εδώ και καιρό μπόλικη τακτική και μοιάζει με μια συνεχιζόμενη παρτίδα σκάκι, που μόνο τελειωμένη δεν είναι – και αυτό, παρά την διαγραφή Σαμαρά. Είναι επίσης μια αναμέτρηση που αν και εκφράζεται από δυο πρόσωπα, αφορά δυο διαφορετικά ρεύματα: ένα κεντροδεξιό και ένα ακροδεξιό.
Είναι άλλωστε η ακροδεξιά ως ευρύτερος χώρος που φαίνεται να αποτελεί βασικό αντιπολιτευτικό πόλο, πολύ περισσότερο από την Κεντροαριστερά, για την Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Πρόκειται για έναν χώρο που παρά τις εκτιμήσεις περί επαναπατρισμού του στην στέγη της Νέας Δημοκρατίας έπειτα από την κατάρρευση της Χρυσής Αυγής, που αποτέλεσε το βασικό όχημα αυτονόμησής του, παραμένει ανεξάρτητος από αυτή. Ανεξάρτητος αλλά πολυδιασπασμένος: η ακροδεξιά ψάχνει από το 2019 τον ηγέτη που θα συνενώνει τις τάσεις της, που για την ώρα μοιράζονται στον Βελόπουλο, τους Σπαρτιάτες, την Νίκη, την Λατινοπούλου.
Ο Αντώνης Σαμαράς έχει κριθεί εδώ και καιρό ως ο κατάλληλος άνθρωπος για τη δουλειά αυτή και ο ίδιος φαίνεται πως εδώ και καιρό έχει ασπαστεί τον ρόλο αυτό. Το ερώτημα αναφορικά με τις κινήσεις του είχε να κάνει με το αν θα επιχειρούσε να παίξει αυτόν τον ρόλο ως στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας, μετατρέποντας την τελευταία στον φορέα που θα ανοίξει την αγκαλιά του στην ακροδεξιά και άρα αφαιρώντας την εσωτερική ηγεμονία από τον Μητσοτάκη ή αν θα επιχειρούσε μια ηρωική έξόδο από την Νέα Δημοκρατία για να ηγηθεί ενός νέου σχηματισμού.
Το μομέντουμ έδινε στον Σαμαρά την πολυτέλεια να σκεφθεί όσο ήθελε την επόμενή του κίνηση: η εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ δίνει σήμα σε όλο τον πλανήτη πως η δυναμική της ακροδεξιάς συνεχίζει να έχει κυβερνητικά χαρακτηριστικά. Ως εκ τούτου, ο «στριμωγμένος» του «σκακιού» έμοιαζε ο Μητσοτάκης. Ήταν τελικά αυτός που αποφάσισε να αφαιρέσει την δυνατότητα πρωτοβουλίας των κινήσεων από τον Σαμαρά: τον επέλεξε ως εξωτερικό και όχι ως εσωτερικό αντίπαλο. Η κίνηση τον βάζει σε θέση οδηγού αλλά προφανώς εμπεριέχει ρίσκο. Προσωπικό βέβαια, όχι κομματικό…
Η δημοσκοπική υπεροχή της Νέας Δημοκρατίας δεν μπορεί να καμουφλάρει την κοινωνική δυσαρέσκεια που προκύπτει από την τρομακτική ακρίβεια: είναι αμφίβολο πως αυτή θα της κοστίσει την κυβέρνηση αλλά βάζει σε κίνδυνο το αφήγημα της εξάντλησης της τετραετίας και κατ’ επέκταση το αφήγημα περί σταθερότητας. Σχεδόν σύσσωμη η ακροδεξιά μοιάζει ήδη να κλείνει το μάτι στον Σαμαρά: δηλώσεις στήριξης από Σπαρτιάτες, από Λατινοπούλου και από Νίκη (δηλαδή από την εκκλησία…) έκαναν την εμφάνισή τους με το που αυτός διαγράφηκε. Η λογική λέει πως δεν αργεί η στιγμή που ο σαμαρικός μηχανισμός εντός της Νέας Δημοκρατίας θα επιχειρήσει να σπάσει τη συνοχή του κόμματος.
Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε και άλλον έναν παράγοντα: δεν είναι μόνο η σαμαρική πτέρυγα που έχει εμπλακεί σε αυτή την μικρή -για την ώρα- κρίση. Επικοινωνιακά το Μαξίμου διαχωρίζει με εμφατικό τρόπο τον ρόλο της καραμανλικής πτέρυγας από την ιστορία με τον Σαμαρά. Και η τελευταία μπορεί να μην θέλει επίσης να ταυτιστεί μαζί του αλλά η αλληλεπίδραση είναι προφανής και σε επίπεδο προοπτικής εξηγήσιμη: η διαφορά της Νέας Δημοκρατίας από τα υπόλοιπα κόμματα δύσκολα καλύπτεται ακόμα στο σενάριο των πρόορων εκλογών, ωστόσο είναι δεδομένο πως η επανεκλογή της θα γίνει με τον Μητσοτάκη στην ηγεσία;
Αν και για την ώρα δεν μοιάζει ιδιαιτέρως άμεσο, το σενάριο είναι υπαρκτό: μετά το 1992, οι πιθανότητες να χάσει την πρωθυπουργική θέση ένας Μητσοτάκης λόγω μιας διάσπασης στην οποία ηγείται ο Σαμαράς, είναι αληθινές…