Έχει δίκιο ο Άρης Πορτοσάλτε για την Ζωή Κωνσταντόπουλου;

Το δημοσκοπικό φαινόμενο της «Πλεύσης Ελευθερίας» συνεχίζεται...

«Η κυρία Κωνσταντοπούλου είναι ο Τσίπρας του 2025. Πάλι απογοήτευση. Το 2014 η κοινωνία ήθελε να εκτονωθεί συναισθηματικά και πήγε και ψήφισε τον Τσίπρα, δεν υπήρχε λογική και φάνηκε εκ του αποτελέσματος. Στην πρώτη ιστορία εξανεμίστηκε ο Τσίπρας. Τα συναισθήματα που κυριαρχούσαν τότε είναι αγανάκτηση, οργή και απογοήτευση, το πολιτικό σύστημα μας χρεοκόπησε. “Να πάρουμε τη ζωή μας πίσω” δεν ήταν το κεντρικό σύνθημα τότε;». Τάδε έφη Άρης Πορτοσάλτε, βλέποντας το κόμμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου να ανεβαίνει δημοσκοπικά στη δεύτερη θέση και να προσπερνά το ΠΑΣΟΚ.

Η εκτίμηση του γνωστού δημοσιογράφου έχει δυο πτυχές: η μία είναι έχει να κάνει με τη διαμόρφωση του κοινωνικού σκηνικού, η άλλη με το πολιτικό του πράγματος. Δεν είναι προφανώς να απορεί κανείς που ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος εκφράζει την απογοήτευσή του ως προς το πολιτικό σκέλος της εκτίμησής του. Η ουσία ωστόσο και η αληθινή συζήτηση έχει να κάνει -αντικειμενικά- με την έτερη πτυχή. Είναι πράγματι η Πλεύση Ελευθερίας ο ΣΥΡΙΖΑ των 20s, ακριβώς μετά την έναρξη της πτώσης του τελευταίου και δέκα μετά την κυβερνητική του άνοδο;

Πρόκειται για ένα από αυτά τα ερωτήματα που δεν μπορούν να απαντηθούν μονολεκτικά. Κυρίως διότι πρόκειται για ένα ερώτημα που χωρίζεται σε μια σειρά από υποερωτήματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ του 2015 ήταν ένα κόμμα με χιλιάδες μέλη, με μηχανισμούς, με πρωτοκλασσάτα και δευτεροκλασσάτα στελέχη, με γείωση σε μια σειρά από κοινωνικούς χώρους (τις σχολές, τα συνδικάτα, τις γειτονιές), με θέσεις και με ιστορία. Τι από όλα αυτά έχει η Πλεύση Ελευθερίας; Η απάντηση, εφόσον πρόκειται για τη σύγκριση δυο ομοειδών σχηματισμών (δύο πολιτικών κομμάτων δηλαδή), θα έπρεπε να είναι προφανής: πολλά είναι τα κοινά τους. Και όμως, η απάντηση είναι η ακριβώς αντίστροφη.

Η Πλεύση Ελευθερίας είναι ένα κόμμα που υπάρχει περιοριστικά στη Βουλή και πουθενά στην κοινωνία. Οι πολιτικές της θέσεις είναι αμφίβολο πως μπορούν να αναλυθούν ακόμα και τα ίδια τα λιγοστά μέλη της: η ίδια η ηγέτιδά του άλλωστε με περηφάνια δηλώνει πως η Πλεύση Ελευθερίας θέλει να καθορίζεται έξω από το δίπολο της Αριστεράς με τη Δεξιά και ως εκ τούτου είναι ένα κόμμα που δεν έχει θέσεις αλλά ad hoc απόψεις που αναπόφευκτα παλαντζάρουν άλλoτε προς τη δεξιά και άλλοτε προς την αριστερή πλευρά της πολιτικής βεντάλιας. Σε επίπεδο στελεχών και μηχανισμών δε τα πράγματα θυμίζουν ολοένα και λιγότερο κομματικό σχηματισμό: η Πλεύση Ελευθερίας είναι το προσωπικό όχημα της Ζωής Κωνσταντοπούλου. Τα υπόλοιπα φαντάζουν περιττά…

Τελικά, για το αν η αγωνία του Πορτοσάλτε έχει βάση ή όχι, μόλις δυο κριτήρια μπορούν να αποτελέσουν πραγματική επιβεβαίωση. Το ένα είναι αυτό των εκλογικών ποσοστών: η Πλεύση Ελευθερίας, όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ πριν μια δεκαετία, απολαμβάνει μια ραγδαία δημοσκοπική άνοδο, αποτέλεσμα των καιρών πολιτικής κρίσης που έχουν την τάση να λειτουργούν ως επιταχυντές για αναπτυσσόμενα πολιτικά φαινόμενα. Το άλλο έχει να κάνει με την εκλογική βάση που γιγαντώνει δημοσκοπικά το φαινόμενο: αποτελείται από κόσμο με ετερόκλητα πολιτικά σκεπτικά και επιδιώξεις που ενοποιείται μόνο από τα συναισθήματα του θυμού και της αγανάκτησης και που βλέπει σε μια κεντρική ηγετική φιγούρα -τον Τσίπρα τότε, την Κωνσταντοπούλου τώρα- τον δυνητικό εκφραστή των συναισθημάτων αυτών.

Αρκούν αυτές οι ομοιότητες για να το πάει η Πλεύση Ελευθερίας μέχρι τέλους, να μετουσιωθεί δηλαδή σε εν δυνάμει κυβερνητική δύναμη που θα αμφισβητήσει την Νέα Δημοκρατία; Ένα άτυπο γκάλοπ στους κόλπους της τελευταίας θα έδειχνε πως μάλλον τα στέλεχη της κυβερνητικής παράταξης δεν πολυπιστεύουν πως ο σχηματισμός της Ζωής Κωνσταντοπούλου θα γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ του σήμερα: όσο το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούν να επιτελέσουν αυτόν τον ρόλο, στην Νέα Δημοκρατία θα κοιμούνται ήσυχοι. Γιατί ωστόσο μέσα από τις δηλώσεις τους, τα κυβερνητικά στελέχη κάνουν στην Πλεύση Ελευθερίας την ίδια κριτική που έκαναν κάποτε στον ΣΥΡΙΖΑ – και την οποία αναπαράγει ο Πορτοσάλτε;

Κάθε κυβερνητικός σχηματισμός χρειάζεται έναν «μπαμπούλα» απέναντι στον οποίο επιχειρεί να συσπειρώσει το κοινό του. Για τη νυν κυβέρνηση το αφήγημα του «μπαμπούλα» συγκροτείται γύρω από την «απαξίωση των θεσμών», την «συνωμοσιολογία», την «ζούγκλα» που δεν πρέπει να επικρατήσει και που απέναντί της η νυν κυβέρνηση επιχειρεί να κατοχυρωθεί ως δύναμη σταθερότητας. Σε μια εποχή που η παραδοσιακή Κεντροαριστερά δείχνει μια πρωτοφανή αδυναμία να εκφράσει το κοινωνικό, αντικυβερνητικό μπλοκ, θα ήταν αφέλεια από πλευράς κυβέρνησης να την ορίσει ως τον δικό της «μπαμπούλα». Κάτι τέτοιο θα της έδινε απλόχερα αυτό που δεν μπορεί να κατακτήσει η ίδια: να εκληφθεί δηλαδή ως πολιτική εναλλακτική.

Και αν το αποτέλεσμα είναι ίδιο και με τον ορισμό της Κωνσταντοπούλου στον ρόλο του αναγκαίου «μπαμπούλα». Και αν το κάτι-σαν-κόμμα της αποκτήσει τόση μεγαλύτερη σκιά από το μπόι του που εν τέλει πάψει να είναι ένας ελεγχόμενος αντίπαλος από την κυβέρνηση; Να ένα ακόμα ερώτημα με δύσκολη απάντηση σε εποχές απρόβλεπτες και γεμάτες εκπλήξεις, η απάντηση του οποίου, εκτός από την κυβέρνηση, μάλλον πρέπει να απασχολεί πολύ έντονα και την ίδια την Κεντροαριστερά…