Είναι γεγονός: ο Αλέξης Τσίπρας επιστρέφει. Όχι (απλά) ως ο άνθρωπος-γέφυρα μιας πολυδιασπασμένης κεντροαριστεράς αλλά (και) ως διεκδικητής της εξουσίας. Οι προθέσεις φυσικά δεν είναι τόσο σημαντικές στην πολιτική. Για την ακρίβεια, είναι πολύ πιο υπερτιμημένες σε σχέση με την ουσία τους. Με άλλα λόγια, το ερώτημα για τον Τσίπρα δεν είναι το τι θέλει. Είναι το τι μπορεί.
Η απάντηση εξαρτάται από το αν έχει καταλάβει τι έφταιξε τις δύο φορές που ηττήθηκε από τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Η βασική αδυναμία του τότε ήταν η έλλειψη πολιτικής ταυτότητας. Ο κόσμος δεν ήξερε αν ο Τσίπρας εκπροσωπεί μια θεσμική, προοδευτική δύναμη εντός του συστήματος ή το αντισυστημικό του αντίβαρο. Αυτή η αμφισημία, με έναν ΣΥΡΙΖΑ που ήθελε και τον Τσακαλώτο και τον Πολάκη -και τη «γραβάτα» και το πεζοδρόμιο- κούρασε. Ο ΣΥΡΙΖΑ το πλήρωσε με ήττες που φάνταζαν προσωπικές αποτυχίες του Τσίπρα. Λογικό: αν απολαμβάνεις ως προσωπικές τις κομματικές νίκες θα πρέπει να είσαι έτοιμος να πληρώσεις ως προσωπικές και τις ήττες όταν έρθουν.
Σήμερα, ο δείχνει να διαλέγει ξεκάθαρα αυτό που θέλει να είναι: θέλει να είναι ο προοδευτικός, θεσμικός πόλος εξουσίας απέναντι σε μια φθαρμένη Δεξιά. Αποφεύγει τις αναφορές στην Αριστερά, αναφέρεται όλο και πιο συχνά «στην πατρίδα», αυτοπλάσαρεται πως εγγυτής της σοβαρότητας και της σταθερότητα. Πατάει, με άλλα λόγια, ακριβώς εκεί που είχε πατήσει επικοινωνιακά ο Μητσοτάκης το 2019. Αλλά εδώ προκύπτει το επόμενο, πιο απαιτητικό ερώτημα: αν ο Τσίπρας μοιάζει με τον Μητσοτάκη στον τρόπο, τότε τι τον διαφοροποιεί στην ουσία; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι που θα κρίνει και την πολιτική του τύχη.

Για την ώρα πάντως, η Νέα Δημοκρατία τον έχει αναδείξει στον βασικό της αντίπαλο, ακόμη κι αν φαινομενικά προσπαθεί να τον υποτιμήσει. Ο Άδωνις Γεωργιάδης χαρακτήρισε την πρόσφατη επανεμφάνισή του «πολλή φασαρία για το τίποτα». Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, από το βήμα της ΔΕΘ, δεν παρέλειψε να τον στοχοποιήσει ευθέως, λέγοντας πως «ο Τσίπρας δεν αλλάζει» και πως «ο λαϊκισμός πάντα καραδοκεί».
Όμως, όσο περισσότερο αναφέρονται στον Τσίπρα, τόσο περισσότερο τον αναγνωρίζουν ως τον κύριο παίκτη απέναντί τους. Επί της ουσίας του δίνουν αυτό που διεκδικεί: ρόλο. Τον επαναφέρουν στο κέντρο του πολιτικού παιχνιδιού, του χαρίζουν την πολυτέλεια του αντιπάλου. Τον νομιμοποιούν, του δίνουν υπόσταση. Και αυτό, σε βάθος χρόνου, είναι πολιτικό λάθος: το ίδιο που έκαναν και το 2014.
Η Νέα Δημοκρατία δείχνει να ανακυκλώνει τακτικές κρίσης. Η κοινωνία μπορεί να βράζει, η φθορά να είναι πλέον ορατή και στις δημοσκοπήσεις, αλλά ακόμη δεν έχει διαμορφωθεί εναλλακτική λύση εξουσίας. Ο Τσίπρας είναι η πιθανή απάντηση σε αυτό το πολιτικό κενό, αλλά ακόμα δεν έχει πείσει ότι το καλύπτει. Έτσι, όσο δεν αλλάζει ο συσχετισμός, η Νέα Δημοκρατία – ακόμα και αποδυναμωμένη – παραμένει φαβορί για τις επόμενες εκλογές.
Το πραγματικό διακύβευμα, επομένως, δεν είναι τόσο αν ο Τσίπρας θα μπορέσει να επιστρέψει στην εξουσία στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση, αλλά αν θα έχει στρώσει το χαλί για τις μεθεπόμενες. Αν, δηλαδή, μπορεί από τώρα να ξαναχτίσει αξιοπιστία, ταυτότητα και ηγετικό προφίλ, ώστε όταν ο κύκλος της σημερινής κυβέρνησης φτάσει στο τέλος του, να είναι ο πρώτος που θα χτυπήσει την πόρτα της επιστροφής. Αν τα καταφέρει, τότε πράγματι η Νέα Δημοκρατία θα την έχει πατήσει ξανά.