Ο νέος «πονοκέφαλος» της Νέας Δημοκρατίας έρχεται από την Ευρώπη

Οι δηλώσεις της επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας προκαλούν νέα κρίση στο κυβερνών κόμμα.

Η πρόσφατη επίσκεψη της επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στην Αθήνα, πέρα από το θεσμικό της πλαίσιο, λειτούργησε ως καταλύτης για έντονες πολιτικές εντάσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση. Παρά το γεγονός ότι επίσημα παρουσιάστηκε ως μία συνάντηση τεχνοκρατικού χαρακτήρα, η παρουσία της Λάουρα Κοβέσι στη χώρα και τα μηνύματα που μετέφερε, προκάλεσαν αναταράξεις στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, αποκαλύπτοντας διαφορετικές ερμηνείες που αποδίδονται τόσο στη στάση της ίδιας όσο και στα ζητήματα που έθεσε στο τραπέζι.

Κοινώς, ενώ η αντιπολίτευση ερμηνεύει τις δηλώσεις της Κοβέσι ως «καρφιά» στην Ελλάδα και την νομοθεσία της, η οποία δυσκολεύει την απόδοση νομικών ευθυνών στους πολιτικούς, η κυβέρνηση μοιάζει να… μην ακούει με τον ίδιο τρόπο τα όσα λέει η Ρουμάνα. Το «μοιάζει» είναι η λέξη-κλειδί καθώς παρά τις επίσημες ερμηνείες, υπήρξαν και κυβερνητικές αντιδράσεις απέναντι στην Κοβέσι.

Από τις πιο αιχμηρές αντιδράσεις ήταν εκείνες δύο βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας, οι οποίοι επιτέθηκαν με ιδιαίτερη ένταση στη Ρουμάνα αξιωματούχο, φτάνοντας στο σημείο να αμφισβητήσουν ακόμα και την ηθική της νομιμοποίηση να σχολιάζει ζητήματα που άπτονται της ελληνικής έννομης τάξης. Η Σοφία Βούλτεψη, με ιδιαίτερα φορτισμένο ύφος, την κάλεσε εμμέσως να ασχοληθεί πρώτα με ζητήματα της δικής της χώρας, υπαινισσόμενη ότι η Ρουμανία έχει ανοιχτές πληγές στον τομέα της δικαιοσύνης. Επιπλέον, ανέσυρε παραδείγματα που σχετίζονται με συνταγματικές ρυθμίσεις σε άλλα κράτη, αφήνοντας αιχμές για επιλεκτικές ευαισθησίες της Ευρωπαίας αξιωματούχου.

Σε αντίστοιχο κλίμα, ο Στέλιος Πέτσας προχώρησε ακόμη περισσότερο, διατυπώνοντας την άποψη ότι οι τοποθετήσεις της Κοβέσι αποτελούν παρέμβαση σε ζητήματα που άπτονται αποκλειστικά της ελληνικής κυριαρχίας. Έκανε λόγο για υπέρβαση θεσμικών ορίων και επεσήμανε πως η σύνταξη ή η αναθεώρηση του ελληνικού Συντάγματος δεν είναι αντικείμενο εξωτερικών αξιολογήσεων, αλλά αποκλειστικό δικαίωμα του ελληνικού λαού.

Οι παραπάνω τοποθετήσεις διαχωρίζονται εμφανώς από την επίσημη στάση της κυβέρνησης, η οποία θέλησε να παρουσιάσει την επίσκεψη σε ήπιους τόνους, ως μία ευκαιρία θεσμικού διαλόγου και συνεργασίας. Η εικόνα που προωθήθηκε επικοινωνιακά ήταν εκείνη μιας συνάντησης όπου αποφεύχθηκαν οι αιχμές, τα σκάνδαλα και οι οξείες αναφορές που είχαν προεξοφληθεί πριν την άφιξη της εισαγγελέως.

Ωστόσο, πίσω από τη φαινομενική ουδετερότητα, πολλοί διέκριναν έναν διαφορετικό συμβολισμό στην παρουσία της. Όπως υπενθύμισε άλλωστε και η Σοφία Βούλτεψη, δεν είναι σύνηθες η κυρία Κοβέσι να πραγματοποιεί επισκέψεις σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες συνοδευόμενες από δηλώσεις σε δημόσιο επίπεδο. Το γεγονός αυτό, από μόνο του, δημιουργεί την εντύπωση πως η Ελλάδα βρίσκεται υπό ιδιαίτερη παρακολούθηση από πλευράς ευρωπαϊκών μηχανισμών και πως τα ζητήματα που σχετίζονται με το κράτος δικαίου δεν έχουν περάσει απαρατήρητα στις Βρυξέλλες.

Η ίδια επέλεξε να κινηθεί με αυστηρά θεσμικό τρόπο, ακολουθώντας ένα πολύ προσεκτικό και διπλωματικό λεξιλόγιο, αλλά δεν έλειψαν σημεία με αιχμές. Φρόντισε να αποστασιοποιηθεί από ανοιχτές συγκρούσεις και αποφεύγοντας κάθε ένδειξη ότι η παρουσία της είχε αντικυβερνητικό χαρακτήρα, εστίασε σε ουσιαστικά ζητήματα. Μεταξύ άλλων, διατύπωσε σαφές αίτημα προς τις ελληνικές αρχές για ενίσχυση της λειτουργίας του γραφείου της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στην Αθήνα.

Πίσω από τις λέξεις και τις κινήσεις της, πολλοί ανέγνωσαν την εικόνα μιας αξιωματούχου που, αν και τυπική στους τρόπους, εκπέμπει ένα ισχυρό μήνυμα μηδενικής ανοχής απέναντι στη συγκάλυψη, τη διαφθορά και τις θεσμικές παρεμβάσεις σε ζητήματα όπως τα Τέμπη και ο ΟΠΕΚΕΠΕ.

Ένα από τα σημεία στα οποία στάθηκε ήταν το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, όπου, κατά την εκτίμησή της, η πλήρης εφαρμογή μιας κρίσιμης σύμβασης θα μπορούσε να είχε αποτρέψει την τραγωδία. Η αναφορά αυτή αφήνει να εννοηθεί ότι υπήρξαν καθυστερήσεις ή και αμέλειες εκ μέρους της ελληνικής πολιτείας.

Αναφερόμενη σε θεσμικά εμπόδια, επεσήμανε ότι συγκεκριμένες συνταγματικές διατάξεις, και ιδίως εκείνη που σχετίζεται με την ασυλία κυβερνητικών αξιωματούχων, δυσχεραίνουν την απρόσκοπτη έρευνα σε υποθέσεις με πολιτικές προεκτάσεις. Έκανε, μάλιστα, νύξη για την ανάγκη συνταγματικής αναθεώρησης, επισημαίνοντας πως οι μέχρι τώρα δεσμεύσεις παραμένουν σε εκκρεμότητα.

Δεν έμεινε, όμως, μόνο σε θεσμικά ζητήματα. Άσκησε δριμεία κριτική στον τρόπο λειτουργίας δημόσιων οργανισμών, φέρνοντας ως χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίπτωση του ΟΠΕΚΕΠΕ, τον οποίο συνέδεσε με πρακτικές νεποτισμού και κατασπατάλησης ευρωπαϊκών πόρων. Υπήρξαν σαφείς αναφορές σε σπατάλες που μεταφράζονται σε πολυτελή αγαθά, υπονοώντας την εμπλοκή κρατικών παραγόντων σε μη νόμιμες πρακτικές.

Ιδιαίτερη βαρύτητα είχε η τοποθέτησή της ως προς την ανεξαρτησία του έργου της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, προειδοποιώντας ότι οποιαδήποτε απόπειρα επηρεασμού θα συναντήσει αντίσταση. Αυτή η φράση ερμηνεύτηκε ως άμεσο μήνυμα σε όσους επιχειρούν, με θεσμικές ή πολιτικές παρεμβάσεις, να περιορίσουν ή να εκφοβίσουν την ανεξάρτητη έρευνα.

Σε μια ακόμη αιχμηρή αναφορά, υποστήριξε ότι δεν υπάρχουν πλέον ασφαλή καταφύγια για όσους αξιοποιούν τη δημόσια θέση για παράνομο πλουτισμό ή συγκάλυψη, φέρνοντας ως παράδειγμα την υπόθεση «Καλυψώ» και την εμπλοκή κρατικών υπαλλήλων στη διαχείρισή της.

Τέλος, στάθηκε και στη διαχείριση των πληροφοριών και της εικόνας της δικαιοσύνης από τα μέσα ενημέρωσης, διαμηνύοντας ότι η απονομή δικαίου δεν πρέπει να μετατρέπεται σε θεατρικό προϊόν για τηλεθέαση, γεγονός που μπορεί να υπονομεύσει το κύρος της διαδικασίας και να χειραγωγήσει την κοινή γνώμη.

Μέσα από έναν λόγο που ισορρόπησε ανάμεσα στη διπλωματία και την υπόννοια, η Λάουρα Κοβέσι κατέστησε σαφές πως η παρουσία της στην Ελλάδα δεν είχε μόνο τυπικό χαρακτήρα. Οι αναφορές της, άλλοτε άμεσες και άλλοτε υπαινικτικές, διαμόρφωσαν το πλαίσιο ενός άτυπου αλλά σαφούς ελέγχου της ευρωπαϊκής εποπτείας πάνω σε κρίσιμους τομείς του ελληνικού κράτους. Παρά την αποφυγή ευθείας σύγκρουσης, το περιεχόμενο των δηλώσεών της επιβεβαίωσε ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις και ότι η ανοχή σε πρακτικές αδιαφάνειας, παρεμβάσεων ή συγκάλυψης έχει πλέον περιορισμένα περιθώρια. Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο: η προστασία του δημόσιου συμφέροντος και η ενίσχυση της λογοδοσίας δεν μπορούν να περιμένουν.