Το πολιτικό σκηνικό μοιάζει να βρίσκεται σε μια περίεργη μεταβατική φάση. Η κυβέρνηση φθείρεται, αλλά η αντιπολίτευση δεν δείχνει ικανή να κεφαλαιοποιήσει τη δυσαρέσκεια. Κάπου εκεί, στον χώρο της γενικευμένης απογοήτευσης, ξεδιπλώνεται μια άτυπη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο εντελώς διαφορετικές φιγούρες: τον Αλέξη Τσίπρα και τη Μαρία Καρυστιανού. Δύο πρόσωπα που απευθύνονται στο ίδιο συναίσθημα, δηλαδή την αντίθεση προς τα έργα και τις μέρες της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αλλά με εντελώς διαφορετικό τρόπο.
Ο πρώην πρωθυπουργός επιχειρεί μια επιστροφή με πιο κεντρώους όρους (αλλά απενοχοποιημένα αυτή τη φορά) και με έμφαση στην «αποκατάσταση» της κυβερνητικής εποχής του. Το βιβλίο του, πολύ λιγότερο από εργαλείο πολιτικού rebranding όπως τόσοι και τόσοι περίμεναν, αποτελεί στην πραγματικότητα μια προσπάθεια υπεράσπισης του 2015, αλλά από μια πιο ώριμη εκδοχή, συνειδητοποιημένη και ως εκ τούτου «έτοιμοι» εκδοχή του ευατού του. Στόχος του είναι να πείσει ότι μπορεί να εκφράσει μια σοβαρή, θεσμική εναλλακτική απέναντι στη σημερινή διακυβέρνηση. Το πρόβλημα είναι ότι για ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, το όνομα «Τσίπρας» παραμένει φορτωμένο με μνήμες που δεν ξεπερνιούνται εύκολα.

Από την άλλη πλευρά, η Μαρία Καρυστιανού δεν μπήκε στην πολιτική με σχέδιο ή φιλοδοξία εξουσίας. Αναδείχθηκε μέσα από την τραγωδία των Τεμπών και τη συλλογική ανάγκη για δικαιοσύνη και λογοδοσία. Για πολλούς, εκπροσωπεί κάτι αυθεντικό, μια φωνή που δεν μιλάει με όρους καριέρας αλλά με όρους ηθικής αγανάκτησης. Αυτό ακριβώς είναι και το μεγάλο της πλεονέκτημα, αλλά ταυτόχρονα και το βασικό ερώτημα: μπορεί η οργή να μετατραπεί σε πολιτικό σχέδιο;
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η κοινωνία δεν έχει πειστεί από κανέναν. Η φθορά της κυβέρνησης δεν μεταφράζεται αυτόματα σε εμπιστοσύνη προς κάποιον άλλο. Ο Τσίπρας διατηρεί ένα σταθερό ακροατήριο στον χώρο της κεντροαριστεράς, αλλά δυσκολεύεται να διευρύνει την απήχησή του. Η Καρυστιανού φαίνεται να αγγίζει πολίτες από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους, όμως η απήχηση αυτή μοιάζει περισσότερο συναισθηματική παρά οργανωμένη.
Στην ουσία, αυτό που συγκρούεται δεν είναι απλώς δύο πρόσωπα, αλλά δύο διαφορετικές εκδοχές του «αντισυστημικού». Η μία βασίζεται στην εμπειρία, στη θεσμική γνώση και στην υπόσχεση σταθερότητας. Η άλλη στηρίζεται στη δικαιοσύνη, στην κάθαρση και στην ανάγκη τιμωρίας όσων θεωρούνται υπεύθυνοι για τη σημερινή κατάσταση. Και οι δύο μιλούν σε μια κοινωνία κουρασμένη, δύσπιστη και συχνά θυμωμένη.

Το ερώτημα που μένει ανοιχτό είναι αν αυτή η διάχυτη δυσαρέσκεια μπορεί να πάρει πολιτική μορφή ή αν θα παραμείνει μια ψήφος διαμαρτυρίας χωρίς συνέχεια. Γιατί στην κάλπη, εκτός από θυμό, χρειάζεται και σχέδιο. Και μέχρι στιγμής, αυτό είναι που λείπει περισσότερο από το πολιτικό τοπίο.
Στο τέλος της ημέρας, Τσίπρας και Καρυστιανού μοιάζουν ταυτόχρονα ανταγωνιστές αλλά και δυο μονά κομμάτια παζλ που ψάχνουν το άλλο μισό τους: ο ανταγωνισμός τους έχει να κάνει με το ποιος εκ των δυο θα εκφράσει με πλειοψηφικούς όρους την αντιπολίτευση αλλά εν τέλει η ολοκληρωμένη απάντηση δίνεται μάλλον μέσω μιας δυνητικής συνεργασίας τους. Μπορεί άραγε κάτι τέτοιο να επιτευχθεί ή στην περίπτωσή τους η ένωση δυνάμεων δεν λειτουργεί προσθετικά αλλά -όπως συχνά συμβαίνει στην πολιτική- αφαιρετικά;