Αυτό που κυριαρχούσε για αρκετά χρόνια ως προς τις απαιτήσεις του αναγνωστικού κοινού από τους Έλληνες συγγραφείς μυθιστορημάτων, είναι μια αίσθηση μη πειθούς.
Κι αυτό γιατί είναι ένα βασικό κίνητρο το πνευματικό ταξίδι με αληθοφάνεια, με πειστικότητα, κάτι που στις περισσότερες περιπτώσεις δεν καλύπτεται, αφού οι ιστορίες εμμένουν στην Ελλάδα ως μέρος εξέλιξης.
Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε Έλληνες συγγραφείς που τοποθετούν τις ιστορίες τους σε άλλες περιοχές, έχουν πιο υπερεθνικούς χαρακτήρες στα βιβλία τους και φαίνεται πως η ελληνική συγγραφή έχει μονοπάτι να αναδυθεί.
Ο Μιχάλης Μοδινός είναι ένας από τους συγγραφείς που μπορεί λόγω και έργω να πείσει τον αναγνώστη, μιας και βρέθηκε στην δημοσιογραφική και ακτιβιστική του πορεία σε αρκετές χώρες που ο μέσος Έλληνας δεν έχει βρεθεί. Έχει επομένως τα γνωστικά εργαλεία για να δημιουργήσει αληθοφανείς φαντασιακούς κόσμους.
Το βιβλίο του «Παραγουάη» είναι μια τέτοια περίπτωση και η ακόλουθη συνέντευξη μαζί του δίνει ένα σοβαρό στίγμα για τον ψυχισμό του συγγραφέα και πως τον ενσωματώνει αυτόν μέσα στη γραφή του γενικώς και ειδικώς στο βιβλίο που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.
– Ολοκλήρωσα το βιβλίο σας περίπου σε 10 μέρες και έκατσα να γράψω κάποιες ερωτήσεις. Δεν είχα σκοπό να τις στείλω. Τώρα δέκα μέρες μετά, αρκετές από τις ερωτήσεις μου είναι άλλες. Συνειδητοποίησα πως 2-3 συγκεκριμένα πράγματα πήραν γρήγορα άλλη αντίληψη μέσα μου. Είναι αυτό κάτι που αναζητά η συγγραφική σας ψυχή από έναν αναγνώστη;
Εξαρτάται, όχι κατ’ ανάγκην. Όπως το περιγράφετε πάντως μάλλον θετικό φαντάζει, γιατί ίσως το βιβλίο μετατόπισε τις όποιες υποθέσεις εργασίας είχατε διαμορφώσει. Και αυτό σημαίνει πρώτον, ότι είστε καλός αναγνώστης και δεύτερον, ότι λειτούργησε ενός είδους παιδευτική διαδικασία, που πάντα οφείλει να υπάρχει στο μυθιστόρημα, οποιουδήποτε είδους . Επίσης ότι ίσως το ξαναδιαβάσετε κάποια στιγμή στο μέλλον. Κι αυτό σίγουρα υπήρξε ανέκαθεν η ελπίδα κάθε συγγραφέα, από τον Τολστόι ως τον Φίλιπ Ροθ.
– Αυτό που εγώ έθεσα ως κεντρομόλο δύναμη της ιστορίας της Παραγουάης είναι πως τα γυρίσματα του χρόνου δημιουργούν συνθήκες ώστε κάποιοι να ζήσουν κάτι παρεμφερές με κάτι στο παρελθόν τους. Όχι απαραίτητα δικό τους παρελθόν, αλλά σίγουρα παρελθόν της ρίζας που τους έφερε στη ζωή. Υπάρχουν πράγματα στη ζωή και τη δράση σας που σας έκαναν να νιώσετε ότι τα έχετε ξαναζήσει ή νιώσει πριν καν συμβούν;
Ω βέβαια, πάρα πολλά. Κάτι σαν αρχέγονη μνήμη έχει αφυπνισθεί συχνά, με αφορμή ποικίλα ερεθίσματα. Στα δικά μου γονίδια έχουν εγγραφεί με κάποιο τρόπο οι πηχτές μυρωδιές των Τροπικών, το μπλουζ του Αμερικάνικου Νότου, οι αφρικανικοί ρυθμοί. Όταν προσγειώθηκα για πρώτη φορά στο αφρικανικό Καμερούν στη δεκαετία του ‘70 όλα ήταν σαν γνώριμα, οικεία, σαν να είχα επιστρέψει σπίτι μετά από μακρά απουσία.
Το ίδιο με την Κρήτη όπου δούλεψα στα νιάτα μου και τα πάντα -από την τσικουδιά ως τις μαντινάδες- μου φαίνονταν ξαναβιωμένα. Αλλά ως προς την Παραγουάη, ο σύγχρονος Έλληνας αφηγητής ανακαλύπτει την ύπαρξη ενός μακρινού προγόνου που έζησε εκεί στον 18ο αιώνα και αυτό αποτελεί, μαζί με την κρίση της χώρας μας ως κίνητρο για την δική του φυγή. Έτσι το μισό περίπου βιβλίο είναι η ανασυγκρότηση της ζωής του προγόνου, που οδηγεί και στην νοηματοδότηση της δικής του εγκατάστασης εκεί.
Ο χρόνος είναι κυκλικός στο βιβλίο – όπως και σε άλλα ανάλογα βιβλία μου- κι αυτό θέλω να πιστεύω ότι λειτουργεί λυτρωτικά για τον αναγνώστη. Θα ξαναγεννηθούμε με ένα τρόπο, Η ζωή συνεχίζεται. Κάθε στάση, κάθε προσωπική καταστροφή ή συλλογική αλλαγή πορείας αποτελεί ενδεχομένως το εφαλτήριο για μια νέα φυγή – μια νέα περιπέτεια.
– Είναι το παρελθόν μας και ο χρόνος κάτι τόσο δυνατό στα όσα κάνουμε;
Είμαστε ο χρόνος. Δεν είμαστε τίποτα χωρίς τον χρόνο. Και είναι αυτός που σηματοδοτεί τα πάντα. Έτσι άλλωστε αρχίζει το βιβλίο, με τη συνείδηση του χρόνου στους ινδιάνους Γκουαρανί, που παρομοιάζεται με τη ροή των μεγάλων ποταμών της χώρας.
– Ο Γαβριήλ στο βιβλίο περιγράφει την μετάβασή του από τα ελληνικά εδάφη στην Παραγουάη ως κάτι άγνωστο μεν, μα μια μετάβαση με νόημα το δίχως άλλο. Υπάρχει άραγε μέσα μας ένα κομμάτι αρχέγονης συνείδησης, μη προσπελάσιμο προφανώς, που μας σπρώχνει προς καταστάσεις που δεν περιμέναμε ότι θα πάμε;
Υπάρχει το νόημα του διαφορετικό, του ετερογενούς, του «Άλλου» ως διαχρονική ανάγκη του ανθρώπου. Η περιπέτεια του είδους μας κινεί πάντα την περιέργειά μου: Οι αποικίες από τα αρχαία χρόνια, ο νομαδισμός, τα ταξίδια, οι ανακαλύψεις, οι συμπράξεις και συγκρούσεις πολιτισμών και κοινωνιών. Η πλήξη είναι η κινητήρια δύναμη της Ιστορίας, έβαζα κάποιον ήρωα να λέει στο πρώτο μου μυθιστόρημα, την Χρυσή Ακτή. Ταυτόχρονα αυτός ο κοσμοπολιτισμός και η εξωστρέφεια στις αφηγήσεις μου υιοθετούνται με στόχο να δούμε με διαύγεια την δική μας κοινωνία. Το εξωτικό επανακαθορίζει το οικείο.
Η ματιά καθαρίζει. Βλέπετε, είμαστε ένας ιδιαίτερα εσωστρεφής λαός, και επαναπαυόμαστε εύκολα στις δάφνες ενός παρελθόντος που οι Ευρωπαίοι ξαναακάλυψαν για λογαριασμό μας. Δεν είμαστε ωστόσο ο ομφαλός της γης. Και ο κόσμος είναι απέραντα ποικίλος, ενδιαφέρων και εξελισσόμενος. Αφήστε που η ανθρώπινη ιστορία μπορεί να πάρει απρόβλεπτα μονοπάτια, όπως στις μέρες μας με τον κορωναϊό. Εδώ πια πρόκειται για ένα εκ του μηδενός ανθρωπολογικού τύπου πείραμα – να δούμε πού θα καταλήξει.
– Τι είναι αυτό που κατά τη γνώμη σας κάνει κάποιους ανθρώπους να αισθάνονται πιο άνετα στο παντελώς άγνωστο; Από το ότι μπορούμε να καταθέσουμε όλη μας την ψυχή σε έναν άγνωστο ψυχολόγο, σε έναν άνθρωπο που συναντήσαμε τυχαία στο πάρκο και κάτσαμε στο ίδιο παγκάκι μέχρι το να αφήσουμε όλη μας τη γνωστή ζωή και να πάμε στη δική μας Παραγουάη;
Για τον ψυχολόγο ή τον συνάνθρωπο στο παγκάκι δεν γνωρίζω πολλά – τουλάχιστον ως προς την κατάθεση ψυχής. Προτιμώ να μεταποιώ την εμπειρία ώστε να συγκροτηθεί σε αφήγηση ολοκληρωμένη, που να βγάζει νόημα. Με μια έννοια ο συγγραφέας οφείλει να λειτουργεί ως πρόδρομος ψυχαναλυτής του αναγνώστη, που ναι μεν δεν τον γνωρίζει προσωπικά αλλά οφείλει να μαντέψει τις ανάγκες ταύτισής του με το έργο. Τότε και μόνο τότε μπορεί να λειτουργήσει ο απαραίτητος καθαρτήριος μηχανισμός. Αλλά κάθε αφήγηση, κάθε κουτσομπολιό και κάθε εξομολόγηση δεν είναι τέχνη – αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως λιθαράκι για το οικοδόμημα.
– Έχοντας γράψει πια άπειρες λέξεις, είτε σε βιβλία είτε σε άρθρα, πόσο εύκολο ή δύσκολο σας ήταν να μην εμπλέξετε κομμάτια της ζωής σας σε κάποια από τα έργα σας;
Πάντα εμπλέκονται στην αφήγηση κομμάτια της ζωής σου, των απόψεων, ευαισθησιών και προτεραιοτήτων σου. Αλλά το μυθιστόρημα δεν είναι αυτοβιογραφία. Οφείλει να απέχει πολύ από κάτι τέτοιο αν θέλει να διεκδικήσει κάποια ευρύτητα, ακόμη και οικουμενικότητα. Ναι στη χρήση των εμπειριών μας, αλλά όχι στην ναρκισσιστική μυθοποίησή τους θα έλεγα ως συμβουλή προς νεότερους.
– Κάποιες φορές τυχαίνει να προσπαθώ να γράψω ένα πολύ τρομακτικό σενάριο για την πορεία της ζωής μου, ώστε βλέποντάς το σε λέξεις να με φοβίσει λιγότερο όταν συμβεί. Δεν ξέρω τελικά αν το πετυχαίνω. Εσείς τυχαίνει να δίνετε και μια τέτοια διάσταση στις ιστορίες σας; Να εγκλωβίζετε δηλαδή σε λέξεις κάτι από τη ζωή σας και μόλις το γράφετε-διαβάζετε να νιώθετε ότι μπορείτε να το διαχειριστείτε καλύτερα;
Ασφαλώς. Είναι η προσωπική λύτρωση του γραφιά όταν βλέπει τις αγωνίες και τους προβληματισμούς του να παίρνουν μορφή. Πρόκειται για την εξόρυξη νοήματος από το χάος της πραγματικότητας.
– Σας εμφανίστηκε ποτέ στιγμή κενότητας ως προς το γράψιμο; Αισθανθήκατε πως είχατε εξαντλήσει όσα είχατε και έπρεπε να αφήσετε τον χρόνο να κάνει τον ανεφοδιασμό του;
Πολλές. Αλλά κατ’ ουσίαν δεν πρόκειται για άδειασμα. Είναι ο προβληματισμός για το τι θα ακολουθήσει, περιμένοντας τη Μούσα, όπως θα λέγανε και οι πρόγονοι. Στο μεταξύ δουλειά, σκυμμένο το κεφάλι, πολύ διάβασμα για την άντληση ιδεών και τη σχετικοποίηση του δικού μας έργου.
– Προς τα τελευταία 3-4 κεφάλαια ο Γαβριήλ μοιάζει σαν να λέει στον εαυτό του «I will always have Paraguay» και νιώθω ότι τα όσα έζησε εκεί έκαναν κάθε άλλη φάση της ζωής του ανεπαρκή. Όντας σε μια ηλικία όπου έρχεται αναπόφευκτα η αναπόληση, υπάρχουν σημεία της ζωής σας που να αιχμαλωτίζουν τις αναμνήσεις σας και να μειώνουν τις υπόλοιπες στιγμές;
Δεν θέλω να μιλώ για ηλικίες αν και δεν κρύβω τη δικιά μου. Ούτε λατρεύω τις πολλές αναπολήσεις και την ανακατασκευή/ ωραιοποίηση του παρελθόντας, αν και σπανίως ξεχνώ όσα πρέπει. Κάθε μέρα και κάθε μήνας είναι μια νέα περιπέτεια – ας μην το ξεχνάμε αυτό. Διατηρώ την ικανότητά μου στην έκπληξη, και χαίρομαι με τα ωραία πράγματα γύρω μου, αν και ακονίζω πάντα την κριτική μου ικανότητα.
Ο δρόμος, η δημιουργική φυγή είναι πάντα μια δυνατότητα ακόμα κι όταν δεν πρόκειται εντέλει να υλοποιηθεί, ακόμα κι αν παραμείνει ως όνειρο. Ο Οδυσσέας επέστρεψε στην Ιθάκη για να ξαναφύγει. Εκτός κι αν τον πρόφταινε η αρθρίτιδα. Αλλά είναι ο κύκλος της ζωής εδώ και οφείλουμε να τον αποδεχτούμε. Τι βαρετό που θα ήταν να ζούμε για πάντα…
* Η «Παραγουάη» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη και μπορείτε να αγοράσετε το βιβλίο από εδώ.