Οι «Εκκλησιάζουσες» αποτελούν κωμωδία του Αριστοφάνη, ο οποίος είχε ως στόχο να ασκήσει κριτική στην τότε αθηναϊκή κυβέρνηση. Η παγκόσμια πρώτη παράσταση έγινε περί το 392 π.Χ. και δεν θα σταματήσει ποτέ να παίζεται.
Η ιστορία έχει ως εξής: Έπειτα από την ήττα στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, η διαφθορά και οι ανισότητες έχουν ξεπεράσει κάθε όριο. Επομένως οι γυναίκες της πόλης, με πρωτοβουλία της Πραξαγόρας, αποφασίζουν να αντιδράσουν δυναμικά. Μεταμφιεσμένες σε άντρες, πηγαίνουν κρυφά στην Εκκλησία του Δήμου και περνούν ένα ψήφισμα που τους δίνει την εξουσία. Επιβάλλουν τις πολιτικές τους μεταρρυθμίσεις, εφαρμόζοντας περιουσιακή και ερωτική κοινοκτημοσύνη. Ωστόσο, η υλοποίηση του προγράμματος θα αποδειχθεί ουτοπική και θα υπονομευθεί από διαδοχικές κωμικοτραγικές καταστάσεις.
Μέσα από την κωμική φόρμα, τους χιουμοριστικούς διαλόγους και τα σπαρταριστά επεισόδια, ο Αριστοφάνης εκφράζει την πικρία του για την αδιέξοδη κατάσταση της Αθήνας, ύστερα από την ολοκληρωτική νίκη της Πελοποννησιακής Συμμαχίας.
Η ανάγνωση του έργου ως γνήσια εξερεύνηση των γυναικών στην εξουσία είναι λανθασμένη. Αυτό τουλάχιστον υποστήριξε ο συγγραφέας/σεναριογράφος Έρικ Σίγκαλ. Ο εκ των κορυφαίων εκπροσώπων του πολιτισμού της Αρχαίας Ελλάδας, προβληματισμένος με τη Δημοκρατία, προτείνει μία λύση που τελικά αποτυγχάνει.
Εξάλλου τα έργα του Αριστοφάνη αντλούν κυρίως τις αφηγήσεις τους από παράλογες πολιτικές και κοινωνικές καινοτομίες, οι οποίες προέρχονται από τη ροπή του κράτους προς την απόδοση εξουσίας σε θηλυπρεπείς άνδρες, εκτοπίζοντας την παραδοσιακά ισχυρή και αρρενωπή ηγεσία.
Η άνοδος των γυναικών στην πολιτική εξουσία στις «Εκκλησιάζουσες» αποτελεί ένα ακόμη σχόλιο για την, κατά τον εμπνευστή, επαίσχυντη θηλυκότητα των αρσενικών που βρίσκονταν στην εξουσία στην Αρχαία Αθήνα.
Το γεγονός ότι οι εκπρόσωποι του «ασθενούς φύλου» μπορούσαν να μπουν στη συνέλευση και να περάσουν με επιτυχία ως άνδρες, ήταν ένα «καρφί» για τους πολιτικούς που εν τέλει δεν διέφεραν από τις νεοεισελθούσες.
Στο έργο υπάρχει και η μεγαλύτερη λέξη της ελληνικής γλώσσας, αποτελούμενη από 172 γράμματα, 78 συλλαβές και 27 συνθετικά. Προφανώς δεν γίνεται να ειπωθεί μονοκοπανιά. Κρατηθείτε…
Λοπαδοτεμαχοσελαχογαλεοκρανιολειψανοδριμυποτριμματοσιλφιοκαραβομελιτοκατακεχυμενο-κιχλεπικοσσυφοφαττοπεριστεραλεκτρυονοπτοκεφαλλιοκιγκλοπελειολαγῳοσιραιοβαφη-τραγανοπτερύγων!
Όταν, κάποια στιγμή, τελειώσετε την ανάγνωσή της, αξίζει να διαβάσετε και τις σχετικές πληροφορίες που περιστρέφονται γύρω απ’ αυτή.
Ο Αριστοφάνης ήθελε να περιγράψει μία μαγειρική συνταγή, ενώ το λεξικό Λίντελ-Σκοτ τη μεταφράζει ως το όνομα ενός πιάτου φαγητού, στο οποίο περιέχονται όλων των ειδών οι λιχουδιές, ψαρικά, κρεατικά, πουλερικά και σάλτσες.
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη λέξη που έχει εμφανιστεί στη λογοτεχνία, σύμφωνα με τα βιβλίο καταγραφής παγκόσμιων ρεκόρ Γκίνες του 1990.
Ακολουθούν κατά σειρά τα… συστατικά:
Λοπάς (πιάτο), τέμαχος (φέτες ψαριού), σέλαχος (σελάχι), γαλέος, κρανίον (εννοεί του ψαριού), λείψανον (ψαροκόκκαλα), δριμύς, υπότριμμα (τρίμμα), σίλφιον (είδος χόρτου), κάραβος (καβούρι ή οστρακοειδές), μέλι, κατακεχυμένος (χυμένη σάλτσα), κίχλη (τσίχλα), επί (πάνω σε), κόσσυφος (κοτσύφι), φάττα (περιστέρια), περιστερά (περιστέρια), αλεκτρυών (κόκορας), οπτός (ψητός), κεφάλιον (κοκοροκεφαλή), κίγκλος (πάπια), πέλεια (περιστέρια), λαγῷος (λαγός), σίραιον (βρασμένο κρασί), βαφή (βουτήγματα και μεζέδες), τραγανός (πίτα), πτέρυξ (φτερούγες κοτόπουλο στα κάρβουνα, ενδεχομένως όμως και πτερύγιο ψαριού).
Αναφέρεται στην τελευταία επανάληψη της χορωδίας του έργου, όταν ο Βλέπυρος και το κοινό προσκαλούνται στο πρώτο συμπόσιο που διοργανώνει το νέο σύστημα, στους στίχους 1169-1175.
Επίσης η λέξη, στη μετάφραση του κειμένου, είναι:
Πεταλιδογαλοσαλαχοχταποδοξιδατοπιπερομυαλομελοτυροκοτσιφαγριοπερίστεροτσιχλοκοτοπουλα-λαγοστιφαδοτηγανοψαροφετα-πετμεζοκολυμπαδεσλαλαγγίτες.
Συνειρμικά ήρθε στο μυαλό ο Γιώργος Κωνσταντίνου στην περίφημη σκηνή της ταινίας «Χτυποκάρδια στα θρανία», όπου προσπαθεί να περιγράψει το προφιτερόλ. Φανταστείτε να το έκανε με την αριστοφανική μαγειρική συνταγή…