Νιλ Σάιμον το παγκόσμιο θέατρο θα σε ευγνωμονεί για πάντα

Νιλ Σάιμον το παγκόσμιο θέατρο θα σε ευγνωμονεί για πάντα

Μια πένα που γέννησε μπόλικο από το θέατρο του χθες και του σήμερα.

Ευγένιος Ιονέσκο, Χάρολντ Πίντερ, Ντάριο Φο, Λουίτζι Πιραντέλο, Ευγένιος Ο’Νιλ, Νιλ Σάιμον. Πέντε από τα σπουδαιότερα ονόματα θεατρικών συγγραφέων που άφησαν το στίγμα τους στην γραφή αυτοσχεδιασμού και στο σενάριο εν γένει. Και οι 5 θα βρίσκονται τώρα στα δικά τους Ηλύσια Πεδία και θα συζητούν για το θέατρο. Τώρα πια που έχουν μαζί τους και τον τελευταίο των Μοϊκανών, τον Νιλ Σάιμον. Έναν άνθρωπο που τα έργα του καθόρισαν εν πολλοίς το τοπίο στο παγκόσμιο θεατρικό γίγνεσθαι, με την Αγγλία, τη Γαλλία και την Ελλάδα να είναι από τις χώρες που κάθε χρόνο σχεδόν επέλεγαν έργα του.

Οι Ηλίθιοι και το Παράξενο Ζευγάρι είναι οι δύο πιο δημοφιλείς παραστάσεις του στο ελληνικό θέατρο, με πάμπολλες διασκευές και εκδοχές. Αυτό φυσικά δεν είναι το μεγάλο παράσημο του έργου του Νιλ Σάιμον. Το μεγάλο παράσημο είναι ότι κυρίως αυτά τα δύο έργα του, όσο και τα υπόλοιπα που παρουσιάστηκαν σε κάποια θεατρική σκηνή, έδιναν πάντοτε ερείσματα στους πρωταγωνιστές. Τους άπλωναν το χαλί για να πάνε ένα βήμα παρακάτω. Τους άνοιγαν κι από μία διαφορετική συνθήκη κάθε φορά. Δεν ήταν απλώς μια μυθοπλασία. Υπήρχε ένας στόχος στα όσα έγραφε. Στόχος που διακειμενικός και διαπεραστικός του πλαισίου της εξιστόρησης.

Έχοντας μεγαλώσει με ταινίες του Τσάπλιν και του Μπάστερ Κίτον, ο Νιλ Σάιμον κατευθύνθηκε προς το θέατρο εξαιτίας της μαγείας που τον γέμισε το σινεμά. Αν και το σπίτι του ήταν στη Νέα Υόρκη, την πολιτεία του Broadway, εκείνος είχε μια ροπή προς το σινεμά. Και σε μια εποχή μάλιστα που οι ηθοποιοί του θεάτρου διακήρυσσαν εντόνως την υπεροχή τους σε σχέση με αυτούς του σινεμά.

Όπως όμως έλεγε, το θέατρο έχει μια απτότητα και η απτότητα το κάνει πιο αληθοφανές. Το σινεμά αντιθέτως είναι ο κόσμος της φαντασίας. Και σε μια εποχή που ο ίδιος αντιμετώπιζε τα πρώτα συμπτώματα της κατάθλιψης, δεν είναι ανάγκη από αληθοφάνεια, αλλά από τη ψευδαίσθηση.

Εν τέλει ήταν αυτό που απέφευγε στην αρχή εκείνο που του προσέφερε τις μεγάλες δόξες. Χωρίς απαραίτητα να αποτελούν τον αυτοσκοπό του κάθε φορά. 17 υποψηφιότητες Tony, 3 κατακτήσεις, 1 Πούλιτζερ για τα θεατρικά του σενάρια. Είχε και 4 υποψηφιότητες για Όσκαρ, 3 για διασκευασμένο σενάριο δικών του έργων και 1 για πρωτότυπο σενάριο, η οποία ήταν και η μοναδική του ταινία που προτάθηκε για Best Picture.

Αυτός ο χαμηλός αριθμός στο κινηματογραφικό πεδίο οφείλεται αρκετά στην δική του ψυχολογική αδυναμία μπροστά στον κόσμο του Χόλιγουντ. Όταν μετακόμισε εκεί δεν άντεξε να μείνει για πολύ. Επέστρεψε σχετικά γρήγορα πίσω στην πολύβουη Νέα Υόρκη. Στην αυτοβιογραφία του αναφέρει ενδεικτικά ότι «μπορεί το Λος Άντζελες να μεγαλώνει το προσδόκιμο ζωής σου, αλλά όταν πεθαίνεις, σίγουρα δεν πεθαίνεις γελώντας».

Η δύναμη της γραφής του ήταν τέτοια που το 1966 υπήρχαν ταυτόχρονα 4 παραστάσεις στο Broadway που έφεραν την δική του υπογραφή. Πραγματικά ασύλληπτο, ακόμα και για συγγραφείς του διαμετρήματός του. Κανείς άλλος δεν πέτυχε ποτέ κάτι τέτοιο.

Κι ο λόγος που ο Νιλ Σάιμον έγινε συγγραφέας και έφτασε σε τέτοια αποδοχή ήταν ότι αντιλήφθηκε πως δεν υπήρχε χώρος για κάτι άλλο. Όταν ο αδερφός του του είπε σε ηλικία 15 ετών πως θα γίνει ο σπουδαιότερος κωμικός συγγραφέας των ΗΠΑ, ο Νιλ δεν κατάλαβε το γιατί. 40 χρόνια αργότερα είχε αρχίσει να πιάνει το νόημα.

«Για έναν άντρα που θέλει να είναι κυρίαρχος του εαυτού του, που θέλει να μετράει τη ζωή στα δικά του οράματα κι όχι στα χνάρια κάποιου άλλου, η συγγραφή έργων είναι η καλύτερη απασχόληση. Το να μένεις σε ένα σκοτεινό δωμάτιο για 6,7,10 ώρες μαζί με τους χαρακτήρες που δημιουργείς είναι ο απόλυτος παράδεισος. Κι αν δεν είναι ο παράδεισος, είναι μια απόδραση από την κόλαση.»

Η συγκεκριμένη ατάκα δεν είναι απλά ένας ελιγμός στο χιούμορ του. Είναι η δεύτερη φράση που έρχεται πάντοτε σιωπηλά, στη σκιά μιας άλλης, αλλά ενέχει μια πολύ μεγαλύτερη αλήθεια που ντρεπόμαστε να πούμε φωναχτά. Ο Νιλ Σάιμον γέμισε από νωρίς με μαύρες σκιές στην ψυχή του. Κι αυτές οι σκιές δεν ηττήθηκαν σε καμία μάχη. Απλώς αποφάσιζαν κάποιες φορές να τον αφήνουν ελεύθερο.

Κάπως έτσι έφτασε να γράψει 35 έργα, τα περισσότερα εξαιρετικής δομής. Υπήρχαν και τα πλήρως αποτυχημένα. Γιατί όπως πίστευε «όταν γράφεις συνεχώς επιτυχίες, δεν γίνεται να είναι όλες το ίδιο καλές»…