Αυτό δεν μειώνει σε καμία των περιπτώσεων την αποτύπωση της προσπάθειας του σκηνοθέτη. Αντιθέτως, του βάζει ένα μεγαλύτερο βαρίδι στην διαδικασία του στησίματος, κάτι που δίνει διπλάσια αξία στο επίτευγμα του. Ο Αργύρης Ξάφης είναι γνωστός για το τι μπορεί να προσφέρει σε κάθε σκηνοθέτη και πως μπορεί να συμβάλλει θέλοντας και μη στην διαμόρφωση μιας παράστασης, ενός ρόλου. Το είδαμε στο Mojo πριν από 2 χρόνια, δεν μπορέσαμε να το καταλάβουμε το ίδιο στην Μισαλλοδοξία της Βουλγαράκη τον περασμένο Γενάρη, το ευρύ κοινό το βλέπει στην Λέξη Που Δεν Λες που παίζεται στον ALPHA και από τις 28/10 στην παράσταση Λαμπεντούζα.
Στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, όπου παίζεται η παράσταση Λαμπεντούζα, ο Αργύρης Ξάφης και η Χαρά-Μάτα Γιαννάτου καταφέρνουν να περικυκλώσουν το κοινό, αν και υστερούν αριθμητικά, ποντάροντας στην διήγηση τους και την περιπλάνηση τους μέσα σε ένα πάλλευκο τοπίο. Μια λευκότητα που σπάει ταυτόχρονα ελάχιστα και εμφανώς με δύο κορμούς δέντρων. Δύο μεγάλα κούτσουρα. Το φως του λευκού ακολουθεί την θεατρικότητα και την χορευτική διελκυστίνδα μεταξύ των δύο ηθοποιών, καθώς εξιστορούν το πρόσωπο του ρατσισμού. Ενός ρατσισμού που έχει από ελαφρές ως βαριές θέσεις στην κλίμακα, αλλά παραμένει το ίδιο απεχθής. Αυτό που σου αφήνει ως γεύση το έργο είναι ότι όσο απεχθής κι αν είναι, έχει έναν εχθρό που δεν κέρδισε ποτέ. Την ανθρωπιά, την επαφή με αυτό που σε φοβίζει για να δεις ότι εσύ είσαι περισσότερο φόβος για εκείνο.
Λαμπεντούζα λοιπόν. Όνομα γνωστό, νησί γνωστό, συνδεδεμένο εδώ και μια τριετία με την ελπίδα που διακατέχεται από τον κίνδυνο. Τον ύψιστο κίνδυνο. Είναι όμως προτιμότερη μια ελπίδα που σε φωνάζει να πατήσεις στο πιο ακανθώδες μονοπάτι, παρά το τίποτα. Παρά η προσμονή της βόμβας, της σφαίρας, του όλμου πάνω σου. Μια προσμονή που δεν είναι προσμονή για τον δικό σου θάνατο. Αλλά μια αδήριτη επιθυμία για την ζωή του άλλου. Του παιδιού σου, του γείτονα, του συντρόφου.
Ο Αργύρης Ξάφης είναι ένας ψαράς στη Λαμπεντούζα. Ο Στεφάν. Επιφορτισμένος με το έργο της περισυλλογής νεκρών και επιζησάντων από τα μικρά πλοιάρια που ναυαγούν στην διαδρομή από τη Λιβύη προς το νησί, ο ήρωας πορεύεται από το στάδιο της απορίας σε αυτό της κατανόησης και της αγάπης. «Ένα μικρό νησί είμαστε γαμώτο, πως να χωρέσουν όλοι αυτοί εδώ;». Μια απορία λογική, κατανοητή, ανθρώπινη. Η αφήγηση του ξεκινάει τόσο νωπά, τόσο ρηχά. Καταλήγει σε ένα τόσο βαθύ σημείο. Ως εκεί που πέφτουν τα σώματα των ανθρώπων. Εκείνων των λησμονημένων, που στοιβάζονται σε μια ανήμπορη βάρκα και για ένα διάστημα ωρών ανήκουν σε έναν παράλληλο κόσμο. Τους χαιρετάει ο θάνατος, αλλά παλεύει κι η ζωή να τους κρατήσει. Ο ψαράς και ο πιο σκληρός φίλος του ο Σάλβο, βγαίνουν με τη βάρκα τους στα ανοιχτά της Μεσογείου, εκεί που γεννήθηκε ο κόσμος σύμφωνα με τον παππού του ενός, και γίνονται οι πιο οδυνηροί συλλέκτες. Συλλέκτες τουμπανιασμένων σωμάτων. Δερμάτων που η πλεύση στο νερό για τόσες μέρες τα έκανε εύπλαστα, διάτρητα κυρίως.
Η αναφορά του Στεφάν στην οικονομική Ευρώπη και η σύζευξη με την λιτότητα παραλληλίζεται με την λιτότητα της περιγραφής του στην αρχή. Δεν βλέπεις ένα σπαραξικάρδιο κάλεσμα. Για κάποια στιγμή σου δίνεται η εντύπωση ότι ο ψαράς δεν στενοχωριέται για τα θύματα. Απλώς αναρωτιέται το πανταχού παρόν «γιατί σε μένα; ας τα μαζέψει κάποιος άλλος». Γίνεται σκληρός απέναντι στον Μαντίμπο, έναν Μαλινέζο διασωθέντα, γιατί φοβάται να γίνει ανθρώπινος. Πιστεύει ότι όταν δίνεις ένα ψίχουλο, ο άλλος σου ζητάει όλη τη φρατζόλα. Τελικά, αποτελεί συνθήκη της ελπίδας του, σώζοντας τη γυναίκα του που ακολούθησε το μονοπάτι, τους κυματιστούς λάκκους. Άνθρωποι που ξερίζωσαν μια ολάκερη ζωή, τώρα φυτεύουν με εκπληκτικό θάρρος τον σπόρο τους αλλού. Η γη τους είχε δεχτεί από την πρώτη στιγμή. Οι άνθρωποι της θέλησαν λίγο χρόνο ακόμη. Ο Αργύρης Ξάφης στέκεται με έναν σημαντικά μοναδικό τρόπο σε αυτή την πορεία.
Ο συλλέκτης Στεφάν εναλλάσσει την θέση του χωρίς να συναντιέται ποτέ με την συλλέκτρια Ντενίζ. Μια μιγάδα, μισή Κινέζα μισή ανένταχτη, που ζει στο Λονδίνο (στο έργο του Λουστγκάρτεν ζει στο Λιντς, αλλά εδώ προτιμάται ένα πιο ισχυρό σύμβολο, ιδίως λόγω εποχής) μαζεύοντας οφειλές ανθρώπων σε τράπεζες. Η Ντενίζ κάνει μια δουλειά που την μισή, σε μια χώρα που αναγκάζεται να την μισήσει. Η Χαρά-Μάτα Γιαννάτου χρησιμοποιεί τις βρισιές, την διακοπή του κοινωνικά καθωσπρέπει λόγου της με βρισιές, ως άρμα ανυπακοής και φθόνου. Φθόνο ως αντίδραση και όχι δράση. Φθόνο όχι συλλογικό. Φθόνο με ξεχωριστούς αποδέκτες. Η Ντενίζ γίνεται κι αυτή μέρος μιας αντιστροφής. «Γιατί να είναι καλοί οι άνθρωποι;» διερωτάται με υψηλές εντάσεις. Γιατί εκεί που έχεις αποφασίσει να μισήσεις τον κόσμο γι΄αυτό που είναι, εμφανίζονται αυτές οι ψιχάλες που καθαρίζουν τα πάντα μέσα σου; Γιατί η καλοσύνη λειτουργεί ως αγκιτάτορας της ψυχής σου;
Οι δύο αφηγήσεις, με το ύφος που τις ζητά ο σκηνοθέτης και τις πετυχαίνουν οι δύο ηθοποιοί, το σκηνικό και η ηχητική επένδυση με τα γκουπ γκουπ (μελωδικές συνθέσεις του Σταύρου Γασπαράτου) που παραπέμπουν σε σκαριά πλοίων όπως χτυπάνε στο δυνατό κύμα, σβήνουν μεμιάς τα χνάρια του μίσους και του ρατσισμού. Οι έννοιες αυτές αποδεκατίζονται και μένουν μόνον άνθρωποι να ενώνουν τα χέρια τους. Στο τέλος, οι δύο ηθοποιοί πιάνονται για να υποκλιθούν. Πίσω από την υπόκλιση αρχίζεις να φαντάζεσαι ότι αν δύο κρίκοι ενωθούν, τότε θα προσκολληθούν και άλλοι πάνω τους.
Λαμπεντούζα, Θέατρο του Νέου Κόσμου, Θαρύπου και Αντισθένους 7 Νέος Κόσμος, Απόγ.: Κυρ. 7 μ.μ. Βραδ.: Τετ., Παρ., Σάβ. 9.15 μ.μ. (εκτός 18/1), Τιμή: 13€, 10€ για Τετ., Παρ. και 15€, 12€ για Σάβ., Κυρ.