Πίσω στη δεκαετία του ’70 στο Μοναστηράκι πολύς κόσμος είναι μαζεμένος στην πλατεία, με την προσμονή να είναι διάχυτη και να ηλεκτρίζει την ατμόσφαιρα. Λίγο αργότερα το πλήθος κοιτά με δέος τον γίγαντα που εμφανίζεται κι ετοιμάζεται να δώσει την δική του μοναδική παράσταση. Λυγίζει σίδερα, σπάει πέτρες με το κεφάλι. Ματώνει για το μεροκάματο. Η αγωνία φτάνει στο κατακόρυφο όταν ξαπλώνει στην άσφαλτο και από πάνω περνά ένα φορτηγό…
Είναι ο μασίστας Τζίμης Αρμάος. Ένας άνθρωπος που προκαλεί τον θαυμασμό με την υπερφυσική δύναμη και την εντυπωσιακή σωματοδομή του. Όλοι οι άντρες θα ήθελαν να ήταν εκείνος. Όλα τα παιδιά ονειρεύονται να του μοιάσουν. Κι όμως, αυτός ο λαϊκός θρύλος τελικά θα σβήσει μόνος και ξεχασμένος σχεδόν από όλους. Ο τερματισμός της ζωής του μοιάζει αρκετά με την αφετηρία της, όταν έμεινε ορφανός κι αναγκάστηκε από πολύ μικρός να παλέψει (κυριολεκτικά) για την επιβίωσή του.
Πριν καλά-καλά κλείσει τον πρώτο χρόνο της ζωής του, έχασε μάνα και πατέρα. Δεν τους γνώρισε ποτέ και το παιδί από τον Βόλο κατέληξε σε ορφανοτροφείο στην Αθήνα. Αν σήμερα ένα τέτοιο γεγονός θεωρείται από μόνο του τραγικό, μόνο να φανταστεί μπορεί κάποιος τι σήμαινε το 1933, όταν γεννήθηκε ο Τζίμης…
Σε μια εποχή δίχως γυμναστήρια, προπονητές, διατροφές και ειδικούς, ο Αρμάος προσπαθεί μόνος του να εκμεταλλευτεί το δώρο που του έχει κάνει η φύση. Την τρομακτική δύναμή του χάρις στην οποία κατορθώνει να επιβιώσει μέσα από πόλεμο, κατοχή, εμφύλιο. Παράλληλα «ατσαλώνει» και την ψυχή του. Σταδιακά μετατρέπεται στον γίγαντα στον οποίο υποκλίνονται όλοι. Ξεκινά καριέρα στην ελευθέρα πάλη και το κατς. Τα σύνορα της Ελλάδας δεν τον χωρούν. Αφού κατέκτησε κάθε τίτλο στα μεσαία βάρη εντός της χώρας μετακομίζει στην Γερμανία. Η λέξη ήττα απουσιάζει από το λεξιλόγιό του. Ο Τζίμης ο Τίγρης, όπως τον αποκαλούν, θα βρεθεί μέχρι και στις Ηνωμένες Πολιτείες, συνεχίζοντας να κάνει αυτό που έκανε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον. Να παλεύει και να νικά. 183 νίκες είναι καταγεγραμμένες υπέρ του. Τα ρεκόρ του είναι τόσο εντυπωσιακά όσο το παρουσιαστικό του. Και αποτελούν το διαβατήριό του για αυτό που θα μπορούσε να είναι μια άλλη ζωή. Για ένα διάστημα εργάζεται ως σωματοφύλακας του Φρανκ Σινάτρα, ενώ τα σενάρια και οι φήμες για το πόσο είχε εντυπωσιάσει την περίφημη Μπάρμπαρα Στρέιζαντ σήμερα θα γέμιζαν σελίδες ολόκληρες σε περιοδικά κι εφημερίδες.
Ωστόσο η Αμερική δεν θα τον κρατήσει για πάντα. Με μια απόφαση που μάλλον ήταν η χειρότερη της ζωής του, επιστρέφει πίσω στην πατρίδα. Όμως τα πράγματα δεν κυλούν όπως τα είχε υπολογίσει. Ο επόμενος αγώνας του «νέου Ηρακλή» είναι διαρκείας και είναι αυτός της επιβίωσης. Οι συνθήκες παρακμής εκείνης της εποχής δεν τον αφήνουν ανεπηρέαστο. Αντί για παλαίστρες και ρινγκ, ο Αρμάος μετατρέπει τους δρόμους και τις πλατείες στο δικό του πάλκο όπου στήνει τις μοναδικές παραστάσεις του. Κάνει τα πάντα, είναι δοτικός και πάντα χαμογελαστός απέναντι στο κοινό που τον αποθεώνει. Εκτός από το τέλος κάθε παράστασης όταν με σκυμμένο κεφάλι και με χαμηλωμένο βλέμμα γυρίζει με ένα δίσκο στο χέρι, ζητώντας τον οβολό των θεατών. Ήταν το μόνο πράγμα που τον έκανε να νιώθει άσχημα με την τροπή που είχε πάρει η ζωή του.
Ακόμη κι έτσι ο Αρμάος αντλούσε δύναμη από την αγάπη του για αυτό που έκανε, βγάζοντας και κάποια χρήματα που του επέτρεπαν να συντηρείται. Δυστυχώς η μοίρα είχε άλλα σχέδια για εκείνον. Το 1984, όταν ήταν ήδη 51 ετών, θα χτυπηθεί σοβαρά από ένα αυτοκίνητο. Ένα ατύχημα που λίγο έλειψε να τον σκοτώσει. Μπορεί εκείνες οι ρόδες να μην του πήραν την ζωή, αλλά του την άλλαξαν για πάντα.
Τραυματίζεται σοβαρά στο πόδι και στη μέση. Αναγκάζεται να σταματήσει και αυτό τον σκοτώνει, εντός κι εκτός εισαγωγικών. Δίχως πόρους και την δυνατότητα να εργαστεί, προσπαθεί να τα φέρνει βόλτα μέσα από την βοήθεια ελάχιστων ανθρώπων που σέβονται το παρελθόν του και την ιστορία του. Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πιο δύσκολη μετατρέπεται γι’ αυτόν η καθημερινότητα. Πουλά μετάλλια και κύπελλα. Ανταλλάσσει την δόξα του για λίγες δραχμές που θα μετατρέπονταν σε φαγητό. Επισκευάζει ραδιόφωνα για να ζήσει. Μαστορεύει. Κάνει ό,τι περνά από το χέρι του. Λίγο πριν το τέλος οι ιδιοκτήτες ενός καφενείου στην πλατεία Κουμουνδούρου του παραχωρούν ένα μικρό διαμέρισμα. Εκεί, στην οδό Διπύλου, λίγοι –που έμειναν κοντά του μέχρι το τέλος- τον επισκέπτονται και του παρέχουν τα βασικά για την επιβίωση, με αντάλλαγμα μια ιστορία από το παρελθόν, μια διήγηση από τα χρόνια που μεσουρανούσε ή έστω μια φωτογραφία μαζί του.
Μια Κυριακή, πίσω τον Αύγουστο του 1999, ο Τζίμης δεν κατεβαίνει στο καφενείο όπως συνήθιζε. Ίσως τα προβλήματα που αντιμετώπιζε με την καρδιά και τους πνεύμονές του να τον κράτησαν σπίτι, σκέφτηκαν οι περισσότεροι. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτά τα προβλήματα είχαν κόψει το νήμα της ζωής του, χωρίς να το αντιληφθεί κανείς. Η δυσοσμία 2-3 μέρες αργότερα αποκάλυψε το τραγικό τέλος του. Ο Τζίμης Αρμάος, ο Τίγρης, ο νέος Ηρακλής, είχε φύγει από αυτόν τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο που είχε έρθει σε αυτόν. Μόνος.
Η κηδεία του λαμβάνει χώρα στο Α’ Νεκροταφείο, με έξοδα όχι της Πολιτείας όπως θα περίμενε κανείς για έναν τέτοιον θρύλο, αλλά με χρήματα του μουσικοσυνθέτη Βαγγέλη Παπαθανασίου που τότε ζούσε στην Γαλλία και συγκινήθηκε από την ιστορία δόξας κι εγκατάλειψης που κουβάλησε στους ώμους του ο «ανίκητος Αρμάος», που τελικά έπεσε στο καναβάτσο από τη λήθη, τη λησμονιά και την αδιαφορία.