Ο Damien Chazelle έχει συνεχώς έναν ρυθμό στο κεφάλι του

Είναι ο ορισμός του σκηνοθέτη που επέλεξε να κάνει ό,τι του κατέβει στα πρώτα του βήματα, να πειραματιστεί, να μάθει τον εαυτό του και μετά να μπει σε κανονικό mode δουλειάς.

Όταν το 2012 ο J. J. Abrams τον φώναξε για να συγγράψουν μαζί ένα σενάριο και να σκηνοθετήσει την ταινία που θα ετοίμαζαν εκείνος είχε το κουράγιο να πει «Όχι» σε κάτι που θα του άνοιγε πολύ πιο εύκολα και γρηγορότερα τον δρόμο για την καταξίωση. Αρνήθηκε ευγενικά, πίστεψε στην δική του ιστορία και έκανε τα πάντα για να της δώσει υπόσταση. Ο γεννημένος το 1985 στο Rhode Island Damien Chazelle είναι ένα big work in progress για το σκηνοθετικό, σεναριακό κι εν τέλει κινηματογραφικό μέλλον του Χόλιγουντ και μάλιστα σε ένα κομμάτι που δεν έχει πληθώρα παραγωγής.

Ο Damien ήθελε από μικρός να γίνει σκηνοθέτης όμως κάπου στην πορεία παρενέβη ένας πειρασμός. Ο «τρίτος άνθρωπος» στη σχέση του με τη σκηνοθεσία ήταν η μουσική και πιο συγκεκριμένα η τζαζ. Αν και η σχέση του με τη μουσική ξεκίνησε στραβά, καταστρέφοντας τους δίσκους και τα mixed tapes του πατέρα του, κατέληξε εκεί που προοριζόταν. Άλλωστε, όλοι μας χτυπούσαμε μικρά το κοριτσάκι που μας άρεσε.

Ο μικρός Damien αγάπησε τα ντραμς, αλλά το ότι αγαπάς κάτι δεν σημαίνει ότι μπορείς να το πετύχεις ή να το φέρεις εις πέρας με μια κάποια αξιοπρέπεια. Για τον Damien βέβαια δεν υπήρχε καν τέτοιο σενάριο. Ή θα γινόταν ένας αξιομνημόνευτος μουσικός και δεν θα συμβιβαζόταν με την μετριότητα ή θα επέστρεφε εκεί που είχε δει εξ αρχής το μέλλον του. Έχοντας παίξει ντραμς σε ροκ μπάντες, έφτασε σε ένα σημείο να αναρωτηθεί:

«Με ποιο κόστος αξίζει να κυνηγήσεις την μεγαλειότητα;»

Η αποτυχία στο Princeton University όπου θήτευσε από τα 14 ως τα 18 του, έγινε το εναρκτήριο λάκτισμα για να βρει την αρχή του νήματος σε έναν χώρο εμβριθή σε φώτα, σκοτάδι, πόνο, σκληρότερες αποτυχίες και σκληρή αντιμετώπιση. Μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες. Ο Damien Chazelle είχε πάρει απόφαση να επιπλεύσει με τα ντραμς για βάρκα και τα ξυλάκια για κουπιά. Το Whiplash ήταν το πρώτο του μικρομηκάκι και όσο το σκεφτόταν, έχοντας ως feedback και όσα άκουγε από ανθρώπους στα διάφορα μικρά φεστιβάλ που πήγαινε, ήταν όλο και πιο έτοιμος για να αφήσει το μικρό μήκος και να ανοιχτεί στον ωκεανό του μεγάλου πανιού.

Μέσα σε ενάμιση χρόνο έγραψε σενάριο 85 σελίδων και ξεκίνησε να χτυπάει πόρτες για να δείξει την δουλειά του. Το 2012 πήρε το ΟΚ από την παραγωγό Helen Estabrook, η οποία του έδωσε και το tip για τον J. K. Simmons. Το 2013 βρέθηκε στον Sundance, πήρε θάρρος και καλές κριτικές, κέρδισε το βραβείο για Μικρό Μήκος κι εκεί μπήκε το νερό στ΄αυλάκι. Ως το 2014 είχε συγκεντρώσει το κατάλληλο μπάτζετ για να κάνει την ταινία, έφτιαξε ένα καστ που είτε περπατούσε για πρώτη φορά στον χώρο (Miles Teller) ή είχε περάσει όλη του την ζωή ως καρατερίστας (Simmons) και μέσα σε 20 μέρες γυρισμάτων αναγέννησε το δικό του Whiplash. Την δική του ιστορία. Μια ιστορία με περίβλημα αγάπης για το παλιό, τις σιωπηρές αρχές στις ταινίες, τα old time classic cliffhangers, όπως αναφέρει σε συνέντευξη του στο Lincoln Now.

«Έφτιαξα τον Fletcher (ο ρόλος του Simmons) βασισμένος σε έναν καθηγητή που είχα στη σχολή και σε καθηγητές που είχαν φίλοι μου στο Juliard».

Ο Damien Chazelle προσέθεσε αυτοαναφορικότητα στην τέχνη του, αλλά δεν αρκέστηκε σε αυτό. Τοποθέτησε και ένα μέρος του ενδότερου εαυτού του στην ταινία. «Ξέρω ότι αυτό που είναι ο Andrew στο Whiplash είναι κάτι που έχω κι εγώ μέσα μου, αλλά δεν θέλω να το αντικρύσω. Αυτή την αδυναμία να διαχειριστεί τα συναισθήματα του με τους ανθρώπους, ενώ μπορεί να τα εκφράσει μοναδικά με τη μουσική, την έχω κάπου μέσα μου». Το Whiplash άνοιξε την μεγάλη και λαμπερή αυλαία για τον Chazelle που θέλησε να επενδύσει πάνω σε αυτή τη μουσικότητα που κινείται αέναα και παντοκρατορικά μέσα του.

Αφού πρώτα δοκιμάστηκε ξανά στην κατηγορία του horror με το 10 Cloverfield Lane – όπου έδειξε ότι αν επέμενε σε αυτό το είδος θα είχε να αφήσει παρακαταθήκη για το μέλλον – ξέθαψε από το συρτάρι του ένα σενάριο που είχε γράψει το 2010. Το La La Land είναι η αποθέωση, η υπόκλιση του ίδιου σε όσα αγαπάει. Στο μιούζικαλ, στην τζαζ, στο Λος Άντζελες.

«Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η τζαζ είναι να κάθεσαι σε ένα ημιφωτεινό τραπέζι σε κάποιο μπαρ και να πίνεις ουίσκι. Όχι, η τζαζ όταν ξεκίνησε στη Νέα Ορλεάνη ήταν μια σαφής πράξη επανάστασης. Αποτίναξης της ηρεμίας. Ο Art Blakey, ο Buddy Rich, ο Chick Webb, όλοι αυτοί οι τύποι είχαν μια ενέργεια που δεν την συνδέουμε με την τζαζ πια. Η τζαζ ήταν μια καλλιτεχνική επανάσταση το ’40 με τους bebop καλλιτέχνες».

Στο La La Land που κυκλοφορεί σήμερα στους κινηματογράφους, ο Chazelle δεν θέλησε να ξετυλίξει μια παρελθοντολαγνεία και μια προσκόλληση στο παρελθόν. Ο ρόλος του John Legend είναι ακριβώς η δήλωση του ότι η νοσταλγία αποτέλεσε γι΄αυτόν ένα εργαλείο ώστε να τιμήσει την μουσική που έπαιζε πάντα στο σπίτι του όσο μεγάλωνε, με ένα μπαλαντσάρισμα παράδοσης και μοντερνισμού. 

Αυτή η δύναμη, αυτή η μελωδία που πηγάζει από το μέσα του, έχει κάνει μέχρι στιγμής το αγόρι με τις μπούκλες και το αιχμηρό βλέμμα που σε κάνει να νομίζεις ότι σκίζει την μοίρα για να την ξαναπλάσει, να ζωντανεύει ξανά μια κινηματογραφική κατηγορία και να πατάει αρμονικά και στιβαρά πάνω στις προσλαμβάνουσες του από παλιότερους ή και σύγχρονους του, όπως το Birdman του Inarittu.

Ο Damien Chazelle είναι μια ρυθμική λιακάδα μέσα στην κάμερα!