Ήταν Νοέμβρης του 1989 όταν ο Παναθηναϊκός γνώρισε την πιο ντροπιαστική ήττα της ιστορίας του στα Κύπελλα Ευρώπης. Η κλήρωση για το β’ γύρο του Κυπέλλου Κυπελλούχων έμοιαζε βατή, με αντίπαλο την Ντιναμό Βουκουρεστίου, που ναι μεν είχε φτάσει στα ημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1984, αλλά στις δύο από τις τρεις προηγούμενες χρονιές είχε αποκλειστεί από τη Βάρνταρ Σκοπίων και την Νεντόρι Τιράνων.
Οι «πράσινοι» ηττήθηκαν στο ΟΑΚΑ με 2-0 στο πρώτο ματς και έζησαν έναν εφιάλτη στον επαναληπτικό του Βουκουρεστίου, χάνοντας με το εκκωφαντικό 6-1.
Εκ των πρωταγωνιστών της αντιπάλου ένας 23χρονος μέσος που είχε μεταγραφεί στην Ντιναμό δύο χρόνια πριν και σύμφωνα με τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις θα εξελισσόταν στο αντίπαλο δέος του νεόκοπου σταρ της Στεάουα, Γκέοργκε Χάτζι.
Μαζί του η Ντιναμό θα κατακτούσε το νταμπλ τη σεζόν 1989/90 και θα έφτανε έως τα ημιτελικά του Κυπελλούχων. Εν τέλει το 10 το καλό της «μισητής» αντιπάλου της Στεάουα δεν θα βάδιζε ποτέ στα χνάρια του ηγέτη της τελευταίας, θα πρόσφερε όμως… παρηγοριά στον Παναθηναϊκό για την αποτυχία απόκτησης του επί σειρά ετών διακαούς μεταγραφικού πόθου του.
Ο Χάτζι δεν φόρεσε ποτέ τα πράσινα και το απωθημένο του Γιώργου Βαρδινογιάννη ανέλαβε να… εκτονώσει το καλοκαίρι του 1990 ο Ντάνουτ Λούπου. Ένας παίκτης που όλοι περίμεναν να κλέψει την παράσταση ως διάδοχος του Χουάν Ραμόν Ρότσα, αλλά τελικά έκλεψε οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτήν…
Το αρχοντικό στιλ του Λούπου ήταν πράγματι ψαρωτικό. Ψηλός, ντελικάτος, με εξαιρετική τεχνική και «κοφτερή» πάσα, συμπεριλήφθηκε στην αποστολή της Εθνικής Ρουμανίας για το Παγκόσμιο Κυπέλλο του 1990 και μετά την πτώση του Κομμουνισμού στη χώρα, ακολούθησε το δρόμο φυγής που πήραν μαζικά οι Ρουμάνοι διεθνείς.
Το πρόβλημα με την περίπτωση του ήταν ότι η Ελλάδα του φάνηκε αρκετά «μπανάλ» προορισμός, θεωρώντας ότι του άξιζε μια μεταγραφή στο Καμπιονάτο με περισσότερα χρήματα. Τα χρόνια εκείνα, από τη στιγμή που δύο ομάδες συμφωνούσαν για τη μεταγραφή ενός νέου παίκτη, η δική του γνώμη περίσσευε, ιδίως αν προερχόταν από το ανατολικό μπλοκ. Έτσι ο Λούπου αποφάσισε να καλλιεργήσει στην Ελλάδα και το δεύτερο ταλέντο που είχε, συμπληρώνοντας το εισόδημα του. Και χάρη σε αυτό να αναδειχτεί σε έναν από τους μεγαλύτερους cult ήρωες στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου…
Ο βαθμός προσαρμογής του Ρουμάνου στο ελληνικό πρωτάθλημα ήταν αντίστοιχος με μια πιατέλα mix grill σε καθαροδευτεριάτικο τραπέζι. Ράθυμος έως τεμπελάκος, έμοιαζε να παίζει μόνο για να βγάλει την υποχρέωση και πολύ γρήγορα έχασε το status του ενδεκαδάτου.
Το πρώτο «χτύπημα» έγινε το Δεκέμβρη του 1990. Η αποστολή του Παναθηναϊκού ετοιμαζόταν να αναχωρήσει από το Πανόραμα Θεσσαλονίκης με προορισμό το γήπεδο Χαριλάου για ένα ματς με τον Άρη. Ανθρωπος του ξενοδοχείου ενημέρωσε τότε τους «πράσινους» ότι τα ποτά του μίνι μπαρ είχαν κάνει φτερά. Ο βασικός ύποπτος «ταυτοποιήθηκε» με συνοπτικές διαδικασίες. Ο Παναθηναϊκός πλήρωσε τη ζημιά και ο Λούπου ξεκίνησε να εδραιώνει τη φήμη του ως ένα από τα μεγαλύτερα «περιβόλια» που πέρασαν ποτέ από τον ελληνικό αθλητισμό.
Ήταν και οι πειρασμοί τέτοιοι όμως στην Αθήνα που δεν τον άφηναν να… αγιάσει. Για παράδειγμα οι παίκτες του Παναθηναϊκού είχαν το… κακό συνήθειο να αφήνουν χρήματα και τιμαλφή ακλείδωτα στα αποδυτήρια. Όταν εξαφανίστηκε το ρολόι ενός και η αλυσίδα λαιμού ενός άλλου, κρίθηκε σκόπιμο να στηθεί «παγίδα» στον θεωρούμενο ως ένοχο.
Ο Ρουμάνος είχε το χούι να βγαίνει πάντα τελευταίος για προπόνηση και ο αστικός μύθος λέει ότι το δόλωμα για να πιαστεί στη φάκα ήταν ένα εκτεθειμένο πορτοφόλι με «σημαδεμένα» χαρτονομίσματα. Κανείς από τους συμπαίκτες του δεν εξεπλάγειν φυσικά όταν το πορτοφόλι βρέθηκε παρατημένο σε μία από τις τουαλέτες και τα χαρτονομίσματα στην κατοχή του. Τότε μάλλον συνειδητοποίησε και ο παίκτης που του είχε δανείσει 900.000 δραχμές ότι δεν θα έπαιρνε πίσω ούτε σεντ!
Αυτές όμως ήταν οι ψιλικατζίδικες δουλειές του επονομαζόμενου «λύκου», που προϊόντος του χρόνου θα εξελισσόταν σε αρπακτικό ολκής. Μια επίσκεψη του Μάνου Μαυροκουκουλάκη στο σπίτι του θα έβγαζε στη φόρα την έτερη ιδιότητα του Ρουμάνου μπαλαδόρου.
Το διαμέρισμα της οδού Κουμουνδούρου στην Αγία Παρασκεύη ήταν γεμάτο κούτες, σα να επρόκειτο να ακολουθήσει μετακόμιση. Τέτοια πληροφόρηση όμως δεν είχε η διοίκηση του Παναθηναϊκού και όπως αποδείχτηκε αργότερα οι κούτες ήταν απλώς η συσκευασία των κλοπιμαίων. Στις 16 Φεβρουαρίου 1991 ο Λούπου συνελήφθη με την κατηγορία του επικεφαλής σε σπείρα Ρουμάνων που έκανε διαρρήξεις σε σπίτια, αρπάζοντας γούνες, χρυσαφικά, ηλεκτρικές συσκευές, ακόμα και κασετόφωνα (!), όπως θα θυμούνται οι παλαιότεροι.
Ο παίκτης προφυλακίστηκε για περίπου δυόμισι μήνες στον Κορυδαλλό, καθώς με τη σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα κρίθηκε επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια.
Αργότερα, κατηγόρησε τη διοίκηση του «τριφυλλιού» ότι του την «έστησε» για να αποφύγει την καταβολή του ποσού του συμβολαίου του, αλλά δεν έπεισε βέβαια κανέναν όταν υποστήριξε ότι ο ίδιος απλώς φιλοξενούσε τρεις συμπατριώτες του χωρίς να γνωρίζει το παραμικρό για την παράνομη δράση τους…
Έχοντας κάνει μόνο 12 συμμετοχές στον Παναθηναϊκό (1 γκολ), ο Λούπου έφυγε κακήν κακώς το καλοκαίρι του ’91, με προορισμό την Κόρινθο. Και εκεί άφησε το στίγμα του, όταν σε παιχνίδι με τον Εδεσσαϊκό καβάλησε τα κάγκελα και ως άλλος Καντονά επιτέθηκε σε έναν θεατή, κυνηγώντας τον στην εξέδρα. Ο οπαδός, ο οποίος «σώθηκε» από την παρέμβαση τρίτων, τον είχε βάλει στο μάτι βρίζοντας τον σε όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού.
Στην Κόρινθο έμεινε μια διετία και ακολούθησε, τη σεζόν 1993/94, ο ΟΦΗ, όπου ο «λύκος» μύρισε για πρώτη και τελευταία φορά στην εν Ελλάδι καριέρα του αίμα. Ήταν μάλιστα αυτό της Ατλέτικο, καθώς με τον ίδιο ενδεκαδάτο και στα δύο ματς, οι Κρητικοί πανηγύρισαν τη μεγαλύτερη πρόκριση της ευρωπαϊκής ιστορίας τους, αφήνοντας εκτός των «16» του Κυπέλλου UEFA τους Μαδριλένους.
Σε ότι αφορά την «ένοχη» δράση του, ο 52χρονος σήμερα Λούπου (που το 1999 πήρε νταμπλ με τη Ραπίντ Βουκουρεστίου) έγινε στην Κρήτη… αρνάκι. Με τη σύμφωνη μαρτυρία και του υπογράφοντος, ο οποίος υπήρξε για τον έναν εκείνο χρόνο ο πιο στενός γείτονας του – μεσοτοιχία κυριολεκτικά – στην πολυκατοικία, όπου «σπίτωνε» ο ΟΦΗ πολλούς από τους παίκτες του.
Υπό αυτό το πρίσμα η μεγαλόνησος ίσως τον… αδίκησε όταν αποφάσισε να χωρέσει τη μυθική μορφή του μέσα σε μια μαντινάδα. Με τα καμώματα του στο Ηράκλειο δεν άξιζε την είσοδο του ως «κατεργαραίος» στη λαϊκή κουλτούρα. Ο δημιουργός όμως «αθωώνεται» λόγω ποιητικού οίστρου.
«Κλέβεις του κόσμου τσι καρδιές όπως ο Ντάνουτ Λούπου, τσι ξεζουμίζεις τσι πετάς κι ύστερα ξαναντούκου»….