Γράφει η Γεωργία Τζαγκαράκη
Γεννημένος στις 20 Αυγούστου του 1949 στη Θεσσαλονίκη και μεγαλωμένος σε μικροαστική οικογένεια, φάνηκε από νωρίς ότι αυτό το παιδί θα ήταν διαφορετικό από τα υπόλοιπα.
Σαν μαθητής ήταν μέτριος, όμως μια κουβέντα μαζί του θα σου επέτρεπε να δεις το κοφτερό μυαλό του, την φαρμακερή του ατάκα και το φλεγματικό του χιούμορ.
Όσο μέτριος ήταν στα μαθήματά του, τόσο καλός ήταν στα αθλήματα καθώς είχε διακριθεί στο στίβο και συγκεκριμένα στο άλμα εις ύψος. Η πρεμιέρα της αντιδραστικής του φύσης ήρθε όταν κατά τη διάρκεια των Διασχολικών Αγώνων Στίβου, αρνήθηκε να βάλει στη φανέλα του το όνομα του σχολείου του.
Αγαπούσε ιδιαίτερα την ποίηση και συγκεκριμένα τον Γιώργο Σουρή, προσπαθούσε να αντιληφθεί την ιδιαιτερότητα των στίχων και ανέλυε στους συμμαθητές του πράγματα που ήταν μάλλον δύσκολο να αντιληφθούν τα παιδιά της ηλικίας του. Με τους καθηγητές είχε κόντρα, δεν μπορούσε κανείς να του απαντήσει στα προσωπικά γιατί που φαινόταν να τον στοιχειώνουν από την εφηβεία του.
Στον Λευκό τον Πύργο…
Το 1972 έκανε το παρθενικό του βήμα στη μουσική καθώς τραγούδησε στο δώμα του Λευκού Πύργου που είχε μετατραπεί σε μπουάτ. Είχαν προηγηθεί οι σπουδές του στην Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης και τα παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα στο θεατρικό εργαστήρι του Κυριαζή Χαρατσάρη, χωρίς να πάρει ποτέ το πτυχίο του.
Η πρώτη του κιθάρα -που θα αποτελούσε την παρηγοριά του σε κάθε δύσκολη στιγμή- αγοράστηκε με τα πρώτα χρήματα που έβγαλε και το 1973 ξεκίνησε για το μεγάλο ταξίδι στην Αθήνα.
Έκανε τις πρώτες του εμφανίσεις στις μπουάτ της Πλάκας και συνεργάστηκε με τους Σάκη Μπουλά, Γιάννη Ζουγανέλη, Πάνο Τζαβέλα και άλλους ενώ λίγο αργότερα δημιούργησε ένα δίσκο 45 στροφών με τα τραγούδια «Ο Ρωμιός» και «ο μηχανισμός» σε κάθε πλευρά. Ο δίσκος λογοκρίθηκε από την κρατική ραδιοφωνία της εποχής.
Το 1986 η ζωή του έδειξε το πιο γλυκό της πρόσωπο καθώς ήρθε στη ζωή η κόρη του, καρπός του έρωτά του με την αναρχόφεμινίστρια Λίλιαν Χαριτάκη. Για την κόρη του φαίνεται να έγραψε τότε το «παπάκι» ένα από τα πιο τρυφερά του τραγούδια που στο μυαλό μας το έχουμε με την φωνή της φίλης του Χαρούλας Αλεξίου.
Το 1977 ξεκινάνε τα άγρια χρόνια της ζωής του καθώς προφυλακίστηκε στις φυλακές της Αίγινας κατηγορούμενος από την Ελληνική Ασυνομία ως ένας εκ των ηθικών αυτουργών για τα επεισόδια που ξέσπασαν κατά τη διάρκεια των αντιγερμανικών διαδηλώσεων.
Λίγο μετά την αποφυλάκιση του και κατά τη διάρκεια της σύλληψης της Σοφίας και του Φίλιππα Κυρίτση, πήρε την κόρη του αγκαλιά και εισέβαλε στα ανακριτικά γραφεία με ένα πλαστικό όπλο ανά χείρας προκαλώντας ταραχή.
Για κάποια χρόνια ηχογραφούσε μόνος του τα τραγούδια του και τα πουλούσε παράνομα σε νυχτερινά μαγαζιά, μπαρ αλλά και στα κάγκελα του Πολυτεχνείου. Τις κασέτες του μπορούσες να τις προμηθευτείς και σε κάποια μαγαζιά που κατά καιρούς λειτουργούσε σαν σπίτια και το θρυλικό υπόγειο επί της Αραχώβης στα Εξάρχεια γνωστό ως η «υπόγα του Άσιμου».
Από την επιτυχία στον εγκλεισμό στο Δαφνί
Η μεγαλύτερη στιγμή της καριέρας του ήρθε το 1982 οπού κυκλοφόρησε τον πρώτο του δίσκο 33 στροφών με τίτλο «Ο Ξαναπές». Στον δίσκο συμμετείχαν η Χάρις Αλεξίου και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Συνέχιζε να δίνει αυτοσχέδιες παραστάσεις στο δρόμο, όχι απλά γιατί θα ήταν δύσκολο να στεγάσει τα έργα του αλλά γιατί ο ίδιος δεν θα μπορούσε να συνεργαστεί με κανέναν επιχειρηματία.
Στο βιβλίο του «Αναζητώντας τους Κροκανθρώπους» περιγράφει υπέροχα το πως εξαπάτησε τους γιατρούς όταν κλήθηκε να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία, πείθοντας τους πως πάσχει από ψυχιατρική πάθηση. Δυστυχώς λίγα χρόνια αργότερα η ζωή αντέγραψε την φαντασία του.
Από το 1981 και μετά οι επισκέψεις του στο Δαφνί ήταν συχνές και οι εγκλεισμοί που αποτελούσαν τεράστιο φόβο για εκείνον ολοένα και πλήθαιναν. Ο κόσμος που τον αγαπούσε κινητοποιήθηκε για την απελευθέρωση του μετά από μια σύλληψη που τον οδήγησε στο ψυχιατρείο, όμως δυστυχώς τότε το πρόβλημα ήταν πέρα για πέρα αληθινό.
Το 1987 και ενώ είχε επιδεινωθεί η ψυχική του υγεία, ήρθε το τελειωτικό χτύπημα καθώς κατηγορήθηκε για τον βιασμό μιας νεαρής γυναίκας στο μαγαζόσπιτο των Εξαρχείων που κατοικούσε. Η φυλάκιση του στον Κορυδαλλό κράτησε λίγες μέρες αφού η οικογένεια του πλήρωσε την εγγύηση και αφέθηκε ελεύθερος.
Τίτλοι τέλους
Τα ξημερώματα της 17ης Μαρτίου του 1988 βρέθηκε κρεμασμένος στο σπίτι του στην Καλλιδρομίου, αφήνοντας πίσω την θλίψη που κουβαλούσε τα 38 χρόνια της ζωής του.
«Αφήνω πίσω το σαματά και τους ανθρώπους,
Έχω χορτάσει κατραπακιές και ψάχνω τρόπους..
Πως να ξεφύγω από τη μοίρα και έχω μέσα μου πλημμύρα ουρανέ,
Για δεν υπήρξα κατεργάρης και θα το θες να με φλερτάρεις γαλανέ..».
Οι στίχοι του «Μπαγάσα», του πιο γνωστού τραγουδιού του Νικόλα Άσιμου φαίνεται να είναι γραμμένο για τον εαυτό του από τον εαυτό του και χωρίς να γνωρίζουμε την ψυχική κατάσταση στην οποία βρισκόταν όταν το συνέθετε, αντιλαμβανόμαστε αυτόματα πόσα τρυφερά στοιχεία είχε καταπιέσει.
Αν μη τι άλλο, αν ο χαρακτήρας του δεν ήταν τόσο αντιδραστικός θα μπορούσε να είχε χαρακτηριστεί ως ο κορυφαίος καλλιτέχνης της γενιάς του.
Έτσι όμως, ίσως να μην ήταν ο Νικόλας Άσιμος…
Μακάρι να περνάει καλά εκεί πάνω και καλύτερα για εκείνον,ας μην ρίχνει ματιές προς τα κάτω.