Όταν ο Ιταλός πρέσβης παρέδωσε στον Ιωάννη Μεταξά το τελεσίγραφο του Μουσολίνι, ελάχιστοι πόνταραν πως η Ελλάδα θα προέβαλε οποιαδήποτε αντίσταση. Η παρουσία του Ιωάννη Μεταξά στην εξουσία σχεδόν προεξοφλούσε μια πιο διαλλακτική στάση και σε καμία περίπτωση αντίσταση μέχρι τέλους.
Θιασώτης του ολοκληρωτισμού, έχοντας εγκαθιδρύσει στην Ελλάδα ένα καθεστώς που έμοιαζε πολύ με εκείνα των δυνάμεων του Άξονα, ο γεννημένος στην Ιθάκη πολιτικός και στρατιωτικός, υπήρξε προσωπικός φίλος του διαδόχου του ελληνικού θρόνου, υπήρξε δυσανεκτικός με την δημοκρατία, φιλομοναρχικός, ενώ ολοκλήρωσε τις στρατιωτικές σπουδές του στην ξακουστή Ακαδημία του Βερολίνου.
Δεν χωρά αμφιβολία ότι με την στάση του υπήρξε σημείο αναφοράς στον Εθνικό Διχασμό, ενώ οι πρακτικές του μετά την δικτατορία της 4ης Αυγούστου μνημονεύονται αρνητικά από το σύνολο σχεδόν των ιστορικών οι οποίοι στέκονται –δικαίως- επικριτικά απέναντί του.
Ακόμη και οι πολιτικοί αντίπαλοί του του αναγνώριζαν ένα πράγμα, το οποίο δύσκολα μπορεί να αμφισβητήσει κανείς. Την ευθυκρισία του σε ό,τι αφορούσε τους συσχετισμούς δυνάμεων στην περιοχή και την ικανότητά του να ζυγίζει προσεκτικά τις κινήσεις του, προβλέποντας αυτές των αντιπάλων του.
Άλλωστε η Ιστορία τον δικαίωσε για την απόφασή του να ενισχύσει με οχυρωματικά έργα τα βόρεια σύνορα της Ελλάδας μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, αναγνωρίζοντας ότι ο κίνδυνος θα ερχόταν κάποτε από εκεί, ενώ υπήρξε από τους μεγαλύτερους πολέμιους της Μικρασιατικής Εκστρατείας, θεωρώντας τεράστιο λάθος την εμπλοκή του ελληνικού στρατού σε ένα πεδίο δράσης τόσο μακριά από τους σταθμούς ανεφοδιασμού του.
Μετά τον τορπιλισμό της Έλλης τον Αύγουστο του 1940 αντιλήφθηκε ότι ο χρόνος της ελληνικής ουδετερότητας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έφτανε στο τέλος του και πως σύντομα η χώρα θα έπρεπε να επιλέξει στρατόπεδο. Τα πάντα συνηγορούσαν στο ότι θα στεκόταν στο πλευρό του Χίτλερ, του Μουσολίνι και των υπόλοιπων Κεντρικών Αυτοκρατοριών (μην ξεχνάμε και την γερμανική καταγωγή του βασιλιά με τον οποίο ήταν φίλος), ειδικά από την στιγμή που ο πολιτικός αντίπαλός του, Ελευθέριος Βενιζέλος, τον κατηγορούσε ανοιχτά για την ουδετερότητά του και τασσόταν υπέρ των Άγγλων και των Γάλλων.
Και, όμως, εκείνο το ξημέρωμα που δέχτηκε τον Εμανουέλε Γκράτσι και το τελεσίγραφό του, χωρίς να συμβουλευτεί κανέναν, δίχως να ενημερώσει καν το Παλάτι ή να μιλήσει με οποιονδήποτε, απάντησε «Alors, c’est la guerre» και οδήγησε την Ελλάδα στον πόλεμο.
Η απόφασή του προκαλεί σήμερα απορίες, αλλά η αλήθεια είναι πως ο ίδιος σε ανύποπτο χρόνο είχε εκφράσει την πεποίθηση ότι οι Σύμμαχοι θα ήταν εκείνοι που θα έβγαιναν νικητές, κρίνοντας και από την εμπειρία του κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν είχε πει «κυρίαρχοι του κόσμου είναι οι κυρίαρχοι των θαλασσών».
Επιπλέον έχοντας βολιδοσκοπήσει τις προθέσεις του Χίτλερ γνώριζε ότι ο Φύρερ προόριζε την Ήπειρο για τους Ιταλούς φίλους του και την Ανατολική Μακεδονία και την Θράκη για τους Βούλγαρους. Ο Μεταξάς μπορεί να ήταν δικτάτορας, αλλά επ’ ουδενί δεν θα δεχόταν να χαθεί σπιθαμή ελληνικής γης για την οποία άλλωστε και ο ίδιος είχε πολεμήσει και δεν θα μπορούσε να ζήσει με την στάμπα του προδότη της πατρίδας του. Έτσι, προτίμησε να προδώσει τις απολυταρχικές ιδέες του…
Δύο ημέρες μετά την κήρυξη του πολέμου κάλεσε τους δημοσιογράφους για να τους μιλήσει. Σε εκείνη την ιστορική ομιλία εξήγησε: ««Δια να αποφύγωμεν τov πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν… με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από την Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτo δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος.
Και με το δίκαιόν των. Δεν δύναμαι αφ’ ετέρου να μη παραδεχθώ ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν το δίκαιον δεν θα ευρίσκετο με το μέρος της Κυβερνήσεως των Αθηνών και να μην αναγνωρίσω, ότι όταν ένας λαός, όπως ο αγγλικός, αμύνεται δια την ζωήν του, θα ήτο πλήρως δικαιολογημένος να κάνη τα ανωτέρω», είχε δηλώσει ο δικτάτορας.
Εκείνο που δεν είπε, βέβαια, ήταν πως η Ελλάδα οικονομικά ήταν προσδεδεμένη στο άρμα της Μεγάλης Βρετανίας. Βασικοί δανειστές της χώρας ήταν ο οίκος «Hambro» του Λονδίνου, το συγκρότημα «Speyer and Co» της Νέας Υόρκης και η Εθνική Τράπεζα Αθηνών, δηλαδή οι Βρετανοί είχαν τον έλεγχο του ελληνικού χρέους, ενώ αντίστοιχη ήταν η κατάσταση σε ό,τι αφορά το εμπόριο και τις εισαγωγές. Τα γερμανικά και ιταλικά κεφάλαια αποτελούσαν μόλις το 1,7% και 1,6% αντίστοιχα, την ίδια ώρα που το ποσοστό των Άγγλων άγγιζε το 70%.
Όλα τα παραπάνω υπολογίστηκαν από τον Μεταξά την κρίσιμη ώρα και τον οδήγησαν σε μια απόφαση που εξέφρασε πλήρως τον ελληνικό λαό, άσχετα με το πόσο τον είχε ταλαιπωρήσει νωρίτερα ο δικτάτορας. Την στιγμή που έπρεπε, έστω για μια στιγμή, τα εθνικά πάθη, τα μίση και ο διχασμός εξαφανίστηκαν. Κρίμα που εκείνη η στιγμή δεν κράτησε λίγο παραπάνω και ήταν θέμα χρόνου να φτάσουμε στον αιματηρό εμφύλιο…