Από τους 23 πραξικοπηματίες που δικάστηκαν το καλοκαίρι του 1975, οι τρεις ηγέτες, Γεώργιος Παπαδόπουλος, Στυλιανός Παττακός και Νικόλαος Μακαρέζος, καταδικάστηκαν σε θάνατο.
Σε δεκαέξι εξ’ αυτών επιβλήθηκε ισόβια κάθειρξη (στους τρεις ερήμην, καθώς είχαν διαφύγει), σε δύο 20 χρόνια φυλάκιση, ενώ άλλοι δύο αθωώθηκαν. Ο πρωθυπουργός της μεταπολίτευσης Κωνσταντίνος Καραμανλής μετέτρεψε τη θανατική καταδίκη των τριών σε ισόβια.
Τρεις εκ των καταδικασθέντων πέθαναν στη φυλακή, ο αδελφός του Παπαδόπουλου, Κωνσταντίνος, ο Μιχάλης Μπαλόπουλος και ο Οδυσσέας Αγγελής, που αυτοκτόνησε.
Όλοι οι υπόλοιποι, πλην τριών, απεβίωσαν στο σπίτι τους, έχοντας αποφυλακιστεί με αίτηση αποφυλακίσεως και κατ’ οίκον νοσηλείας «λόγω ανηκέστου βλάβης», ή έχοντας συμπληρώσει το 70ο έτος της ηλικίας τους, παράλληλα με την έκτιση 25ετούς ποινής φυλάκισης.
Από τους τρεις που δεν έκαναν χρήση των ευνοϊκών διατάξεων του ποινικού κώδικα, ο ένας ήταν ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, που πέρασε τους 34 τελευταίους μήνες της ζωής του κρατούμενος στην εντατική του Λαϊκού Νοσοκομείου λόγω ασθένειας. Ο δεύτερος, ο «αόρατος δικτάτωρ», Δημήτρης Ιωαννίδης, που πέθανε τον Αύγουστο του 2010 από θερμοπληξία στο Κρατικό Νοσοκομείο της Νίκαιας. Και ο τρίτος ο πλέον αμετανόητος, ο Νίκος Ντερντιλής, ο οποίος αρνήθηκε να βγει από το κελί του ακόμα και για τη κηδεία του γιου του.
Επρόκειτο για τον πιο σκληρό και άκαμπτο αξιωματικό της χούντας , ο οποίος έδιωξε κακήν κακώς ακόμα και τον Παττακό όταν τον επισκέφτηκε για να του ζητήσει να κάνει χρήση των όρων αποφυλάκισης. Ο Ντερτιλής θεωρούσε πράξη προδοσίας την αντίστοιχη αίτηση για «ανήκεστη βλάβη», δεν αναγνώριζε τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας. «Είναι πιθανότερο να πέσει μαύρο χιόνι, ο ήλιος να βγει από τη δύση παρά να υπογράψω εγώ ένα παρόμοιο χαρτί», είχε πει σε συνέντευξη του στον Τάσο Τέλλογλου.
Το καθεστώς της Μεταπολίτευσης, που θεωρούσε «παράνομο», επιχείρησε επανειλημμένα να διευκολύνει την αποφυλάκισή του για «λόγους υγείας». Ιδιαίτερα ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος, ως υπουργός Δικαιοσύνης, είχε φτάσει στο σημείο να υποδεικνύει μέσω τρίτων στον Ντερτιλή να υπογράψει τη σχετική αίτηση προκειμένου να γίνει δυνατή η αποφυλάκισή του. Και το συμβούλιο των φυλακών Κορυδαλλού προσπάθησε επίμονα, για λόγους κοινωνικούς αλλά και υγείας, να διευκολύνει τη διακοπή της έκτισης της ποινής του.
«Το δικό μου αποφυλακιστήριο θα μου το καρφώσουν στο φέρετρο», απαντούσε. «Εγώ θα βγω από τη φυλακή με τους δικούς μου όρους, θα με δικαιώσουν, θα με αποκαταστήσουν και θα βγω με χορδές και τύμπανα. Δεν είμαι οπαδός της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Τους έχω γραμμένους κάτω από τις μπότες μου τις παλαιές. Από το 1974, μέχρι σήμερα, το δήλωσα εγγράφως ότι όλες οι κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν είναι παράνομες και δεν δέχομαι τις αποφάσεις τους».
Φυσικά το «μετά» δεν θα μπορούσε να είναι ξεκομμένο από το «πριν» στην ιδιαίτερη περίπτωση του θηριώδους στη σωματική διάπλαση και τυφλά αφοσιωμένου εθνικιστή. Βαθιά αντικομμουνιστής, πολέμησε στον Εμφύλιο ως εθελοντής λοχίας της Εθνοφυλακής και την ίδια περίοδο εισήχθη στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, όπου το 1950 έγινε εκπαιδευτής. Ακολούθως πήρε μέρος ως εθελοντής στον πόλεμο της Κορέας, όπου και τιμήθηκε με παράσημο. Επιστρέφοντας από την Άπω Ανατολή, ταξίδεψε το 1964 με πλαστό διαβατήριο στην Κύπρο, με τον βαθμό του ταγματάρχη. Εκεί, τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, υπό τις διαταγές του στρατηγού Γεωργίου Γρίβα («Διγενή»), πήρε μέρος σε επιχειρήσεις εκκαθάρισης σε τουρκοκυπριακά χωριά κοντά στη Λεμεσό.
Στη μάχη της Μασούρας, το 1964, Τούρκοι πυροβολούν φάλαγγες της μονάδας του. Ο Ντερτιλής τους προειδοποιεί ότι τα αντίποινα θα είναι σκληρά. Λίγες ημέρες αργότερα αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Επιτίθεται εφ’ όπλου λόγχη σε ένα οχυρωμένο από Τουρκοκύπριους χωριό και επιδίδεται σε εκκαθαρίσεις. Ο Γρίβας τον καλεί από τον ασύρματο να «υπάρξουν κάποια όρια» στον τρόπο με τον οποίο οι άνδρες του μεταχειρίζονται τους αμάχους. Εκνευρισμένος ο Ντερτιλής πυροβολεί τον ασύρματο. Δεκάδες άμαχοι θυσιάζονται στο βωμό της οργής του.
Τη βραδιά του πραξικοπήματος είχε επωμιστεί να «ελέγξει γρήγορα 28 στόχους» με το μηχανοκίνητο τάγμα που διοικούσε στην Αγία Παρασκευή. «Τους έπιασα στον ύπνο με πολύ λίγους αλλά αποφασισμένους άνδρες. Τέσσερις παρά δέκα το πρωί είχε τελειώσει η επιχείρηση… ο αιφνιδιασμός είχε πετύχει», έλεγε με καμάρι για την κατάληψη μιας σειράς δημοσίων κτιρίων της Αθήνας, το ξημέρωμα της 21ης Απριλίου.
Στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, ο Ντερτιλής ευθύνεται για το πιο στυγνό έγκλημα κατά τη διάρκεια της επταετίας. Μία ημέρα μετά την εισβολή στο Πολυτεχνείο, η κατάσταση παρέμενε τεταμένη στην Πατησίων και τους γύρω δρόμους, με οδομαχίες, επεισόδια και συλλήψεις. Ο 20χρονος φοιτητής Μιχάλης Μυρογιάννης βρισκόταν στην περιοχή και προσπαθούσε να διαφύγει από τους αστυνομικούς που τον κυνηγούσαν. Παρών στο περιστατικό ήταν ο Ντερτιλής, ο οποίος όταν είδε τον Μυρογιάννη να ξεφεύγει, έβγαλε το περίστροφό του και τον πυροβόλησε εν ψυχρώ στο κεφάλι.
Μετά την πτώση της χούντας, τέσσερεις ένοικοι της πολυκατοικίας της γωνίας Πατησίων και Στουρνάρη, όπου έπεσε νεκρός ο 20χρονος φοιτητής, κατέθεσαν ότι είχαν δει έναν αξιωματικό να βγαίνει από ένα τζιπ και να πυροβολεί τον νεαρό άνδρα δύο φορές. Ανάμεσα τους και ο θεατρικός συγγραφέας Μίμης Τραϊφόρος.
Ο Ντερτιλής το αρνήθηκε κατηγορηματικά και η κατάθεση που οδήγησε στην καταδίκη του, ήταν του οδηγού του τζιπ, στρατιώτη Αντώνης Αγριτέλης. Η μαρτυρία του ήταν σοκαριστική: «Παρετήρησα ότι αστυφύλακες έδερναν έναν νεαρό. Ξαφνικά αυτός κατόρθωσε να αποσπασθεί από τους αστυφύλακες. Τότε ο Ντερτιλής, που μόλις είχε αντιληφθεί το επεισόδιο, έβγαλε από το μπουφάν του το περίστροφό του και πυροβόλησε χωρίς να πολυσκεφθεί. Ο νεαρός έπεσε σαν κοτόπουλο. Έμεινε επί τόπου ακριβώς στην διασταύρωση Πατησίων και Στουρνάρα, προς την πλευρά της Ομόνοιας. Εγώ φαντάστηκα ότι του έριξε στα πόδια και περίμενα να κινηθεί. Όταν όμως είδα να σχηματίζεται μια λίμνη από αίμα και μια μικρή άσπρη λιμνούλα από μυαλά, κατάλαβα ότι τον πυροβόλησε στο κεφάλι και ήταν ήδη νεκρός. Μετά, σαν να μη συνέβαινε τίποτα, μπήκε στο τζιπ και κτυπώντας με στην πλάτη, μου είπε “με παραδέχεσαι ρε; Σαράντα πέντε χρονών άνθρωπος και με τη μια τον πέτυχα στο κεφάλι”».
Ο Αγριτέλης κατέθεσε και ότι ο Ντερτιλής συνέχισε τις εφόδους του στο κέντρο της Αθήνας, παρακινώντας αστυνομία και στρατό να ανοίξει πυρ. «Στην περιοχή του ΟΤΕ έβγαλε το περίστροφό του και άρχισε να πυροβολεί χωρίς να μπορώ να διαπιστώσω αν χτυπήθηκε κανείς. Έδινε διαταγές με το περίστροφο στο χέρι λέγοντας: “Βαράτε στο ψαχνό, πέντε παλιόπαιδα θα μας κάνουν ό,τι θέλουν;” Όταν κατέβηκε σε μια υπηρεσία της χωροφυλακής στην οδό Γ’ Σεπτεμβρίου και Μάρνη, οι χωροφύλακες έτρεξαν να τον υποδεχτούν. Αυτός όμως τους είπε, σαν να τους μάλωνε, “τι φοβάστε ρε; Βαράτε στο ψαχνό, εγώ έκανα την αρχή.” Τότε κατάλαβα ότι είχε μαθευτεί η πράξις του Ντερτιλή».
Ο συνήγορος υπεράσπισης του Ντερτιλή δεν δέχτηκε τη μαρτυρία του Αγριτέλη και υποστήριξε ότι δεν υπήρξε ποτέ οδηγός του πελάτη του. Λίγο καιρό μετά το συμβάν ο οδηγός είχε εκδιωχθεί με δυσμενή μετάθεση στο Πολύκαστρο. Για να αποδείξει στο δικαστήριο ο Αγριτέλης ότι γνώριζε τον Ντερτιλή έδωσε δύο στοιχεία: «με έστελνε να του αγοράζω τσιγάρα Dunhill και να επισκευάζω τον αναπτήρα του, μάρκας Ronson σε ένα μαγαζί στην Βουκουρεστίου». Ο Στέλιος Λογοθέτης, στέλεχος τότε του ΚΚΕ και μετέπειτα δήμαρχος Νίκαιας και Πειραι, ήταν αυτός που εντόπισε το μαγαζί επισκευής των αναπτήρων και βρήκε απόδειξη επισκευής στο όνομα Νίκος Ντερτιλής!
Μετά από ακροαματική διαδικασία δυόμισι μηνών, το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών απεφάνθη ότι ο Ντερτιλής είχε δολοφονήσει τον Μυρογιάννη με το υπηρεσιακό του περίστροφο, τον κήρυξε ένοχο ανθρωποκτονίας από πρόθεση και τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη.
Ο γιος του Νίκου Ντερτιλή, Βασίλης, στρατιωτικός και αυτός, δεν ξέχασε ποτέ τον πατέρα του. Ακόμη κι όταν μετανάστευσε στο εξωτερικό, μετά από την αποστρατεία του, ερχόταν πολύ συχνά στην Ελλάδα μόνο και μόνο για να τον επισκεφτεί. Προσπαθούσε απεγνωσμένα να τον πείσει να βγει από τη φυλακή. Δεν το κατάφερε ούτε με το θάνατό του. Το 2010, όταν στη φυλακή είχαν μείνει μόνο αυτός και ο Ιωαννίδης (με τον οποίο δεν είχε καμία επαφή), ο Ντερτιλής εξακολουθούσε να γυμνάζεται καθημερινά στο κελί του, «παίρνοντας» κάμψεις και έστελνε γραπτή δήλωση του προς το Πρωτοδικείο Πειραιά-Τμήμα Βουλευμάτων ότι αρνείται να αποφυλακιστεί υπό οποιοδήποτε όρο «πλην εκείνου της απολύτου δικαιώσεως και αποκαταστάσεως του».
Αρνήθηκε να πάει ακόμα και στη κηδεία του γιου του, που απεβίωσε το Δεκέμβριο του 2012. Ένα μήνα αργότερα έφυγε και ο ίδιος από τη ζωή, σε ηλικία 93 ετών, έχοντας υποστεί οξύ ισχαιμικό επεισόδιο. Παρέμεινε έγκλειστος για 38 ολόκληρα χρόνια, πεπεισμένος ότι υπήρξε θύμα συνωμοσίας όλων των προδοτών του έθνους, συμπεριλαμβανομένων των πρώην συντρόφων του.