Λέρωσαν το μετάλλιό της: Η Ελληνίδα Ολυμπιονίκης που τα παράτησε όλα για να καθαρίσει το όνομά της

Το χρυσό μετάλλιο, η τιμωρία για ντόπινγκ και η τελική δικαίωση

Στις 23 Αυγούστου 2004 είναι η πρώτη αθλήτρια που εισέρχεται στο ΟΑΚΑ, με το πλήθος να ξεσπά σε ζητωκραυγές. Είναι η επανάληψη ενός σκηνικού από το παρελθόν, όταν έναν αιώνα και κάτι πίσω ήταν ο Σπύρος Λούης στον Μαραθώνιο που έφερνε το χρυσό μετάλλιο των Αγώνων του 1896. Εκείνος ήταν ένας νερουλάς από το Μαρούσι. Αυτό το κορίτσι, απλά ένα χωριατάκι (όπως αποκαλούσε ή ίδια τον εαυτό της) από την Πρέβεζα, που έφτασε περπατώντας μέχρι την κορυφή του κόσμου.

Η Αθανασία Τσουμελέκα έκοψε πρώτη το νήμα στα 20 χιλιόμετρα βάδην μετά από 1 ώρα 29 λεπτά και 12 δευτερόλεπτα, όμως το ταξίδι της είχε ξεκινήσει πολύ πιο πριν. Χρόνια ολόκληρα, όταν μεγάλωσε στην περιοχή της Πρέβεζας, ήταν ένα στρουμπουλό κορίτσι που αγαπούσε μεν τον αθλητισμό, αλλά ασχολιόταν με σπορ ανάλογα των «κυβικών» της. Δίσκο, σφαίρα… Τέτοια πράγματα. Μέχρι που μιμήθηκε το παράξενο περπάτημα που «ξεπατίκωσε» από κάπου και κάποιος της είπε να το γυρίσει στο βάδην. Πολλά (πάρα πολλά) χιλιόμετρα αργότερα το σώμα της είχε αλλάξει κι εκείνη -δίχως καν να το γνωρίζει- βρισκόταν ήδη στον δρόμο της καταξίωσης.

Για τον πολύ κόσμο εκείνο το χρυσό στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 (το πρώτο της Ελλάδας σε αγώνισμα του στίβου στη συγκεκριμένη διοργάνωση) ήταν μια τεράστια έκπληξη. Όσοι, όμως, γνώριζαν δεν συμφωνούν μαζί τους. Την είχαν δεν τα προηγούμενα χρόνια και ήξεραν πολύ καλά τον αγώνα της και τα εμπόδια που χρειάστηκε να ξεπεράσει στην πορεία της. Η Τσουμελέκα ασχολήθηκε με τον αθλητισμό επειδή το γούσταρε. Επειδή ήταν η εκτόνωση και η χαρά της. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής της αντιλήφθηκε πως αυτό θα ήταν και το διαβατήριό της για μια άλλη ζωή.

Όσο ζούσε με την οικογένειά της είχε κάνει τα πάντα. Ήξερε από το τυλίγει σουβλάκια μέχρι να δουλεύει το πλακάκι! Τα χέρια της δεν ήταν τα… τυπικά μιας… δεσποινιδούλας, αλλά σκληρά, γεμάτα ρόζους, σαν αυτά των ανθρώπων του μεροκάματου. Παρέμεινε έτσι, δίχως να ξεχνά ότι ο μόνος τρόπος για να έρθει η επιτυχία σε οποιαδήποτε μορφή της ήταν η ατέλειωτη δουλειά…

Στα 18 της χρειάστηκε να πει ψέματα στους δικούς της ανθρώπους. Είπε πως πέρασε στο πανεπιστήμιο, μόνο και μόνο για να έρθει στην Αθήνα και να συνεχίσει τις προπονήσεις της. Για καιρό απαντούσε στο πόσα μαθήματα είχε περάσει, ενώ παράλληλα έχυνε κιλά ιδρώτα σε καθημερινές προπονήσεις, έχοντας ένα και μόνο στόχο. Το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Νέων. Μια θέση στην εξάδα θα τις άνοιγε τις πόρτες για το πανεπιστήμιο (τότε που ίσχυαν οι επιβραβεύσεις τέτοιου τύπου στους αθλητές). Παράλληλα εργαζόταν στην πρωτεύουσα για αυτό το έξτρα χαρτζιλίκι. Οι κόποι της θα ανταμειφθούν στο Σαντιάγκο της Χιλής το 2000. Έχασε στο τσακ το βάθρο, αλλά εκείνη η 4η θέση την έβαλε στο πανεπιστήμιο. Πλέον δεν χρειαζόταν να πει ψέματα ποτέ ξανά σε κανέναν.

Δύο χρόνια αργότερα ήταν 9η στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα και το 2003 κατακτά το χρυσό στο Ευρωπαϊκό Νέων και έρχεται 7η στο Παγκόσμιο στο Παρίσι, κάνοντας Πανελλήνιο ρεκόρ. Όσοι υποστηρίζουν ότι βρέθηκε ουρανοκατέβατη στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, απλά δεν έχουν την παραμικρή ιδέα…

Πριν τον μεγάλο αγώνα είχε κάνει εξαγωγή ενός δοντιού. Πονούσε. Είχε πάθει ιγμορίτιδα. Την ταλαιπωρούσε το άσθμα. Υπέγραψε μια υπεύθυνη δήλωση για να της επιτραπεί να λάβει μέρος στον αγώνα. Δεν θα τον έχανε με τίποτα. Αυτό περίμενε όλη της την ζωή. Ξύπνησε και προσευχήθηκε στην Παναγία την Προυσιώτισσα που γιορτάζει στις 23 Αυγούστου, όπως έκανε πάντα. Λίγες ώρες αργότερα οι ιαχές του κόσμου, η ανάκρουση του εθνικού ύμνου, η σημαία στον πιο ψηλό ιστό κι ένα χρυσό μετάλλιο να κρέμεται στο λαιμό της ήταν η ανταμοιβή της. Το «χωριατάκι» από την Πρέβεζα τα είχε καταφέρει.

Η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη. Στην πραγματικότητα τα προβλήματα ξεκίνησαν αμέσως μετά την τρομερή επιτυχία της. Η Παγκόσμια Ομοσπονδία της ζητούσε να παίρνει μέρος σε μίτινγκ για να μπαίνουν χρήματα στο ταμείο που χρηματοδοτούσε μεταξύ άλλων και την προετοιμασία της, όμως εκείνη ήθελε να γίνει μητέρα και δεν θα έβαζε την μητρότητα σε καμία ζυγαριά. Όπως αποκάλυψε αργότερα, αυτή η στάση της θεωρήθηκε ασεβής απέναντι στους ανθρώπους του στίβου και κάπως έτσι θεωρεί πως ξεκίνησε η στοχοποίησή της, η οποία κορυφώθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2008. Εκεί όπου θα κατέβαινε ως μητέρα δύο παιδιών πλέον, αλλά και ως κάτοχος του τίτλου που κέρδισε στην Αθήνα.

Όπως είχε συμβεί σε πολλούς προηγούμενους αγώνες, η Τσουμελέκα ακυρώνεται και δεν κατορθώνει να τερματίσει καν. Μα τα χειρότερα για εκείνην θα έρθουν πολλούς μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 2009, όταν ενημερώνεται ότι δείγματα που είχε δώσει περίπου 40 ημέρες πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες βρέθηκαν θετικά σε απαγορευμένη ουσία. Η έκπληξή της ήταν τεράστια. Συνήθως τα δείγματα δεν χρειάζονται 6 και 7 μήνες. Στην δική της την περίπτωση, όμως, αυτό συνέβη. Με την ίδια να αρνείται τα πάντα και να ξεκινά έναν δεύτερο, ακόμη πιο δύσκολο αγώνα. Αυτόν του να «καθαρίσει» το όνομά της.

Η απόφαση του Εφετείου Αθηνών ήταν ομόφωνη. Αθώα για την κατηγορία της χρήσης απαγορευμένων ουσιών. Η Τσουμελέκα βίωσε την απόλυτη δικαίωση και πλέον δεν ήθελε να σχετίζεται με τον πρωταθλητισμό. Το μόνο που επιθυμούσε ήταν ένα πράγμα. Να μην είχε χάσει στο μεταξύ τον πατέρα της… Για να μπορέσει να τον κοιτάξει στα μάτια ξανά και να του πει ότι του έλεγε αλήθεια ότι δεν είχε πάρει φάρμακα και πως μόνο μια φορά του είχε πει ψέματα για την αθλητική καριέρα της. Τότε στα 18 της, για το πανεπιστήμιο…